Πέμπτη 14 Αυγούστου 2014

Δεκαπενταύγουστος στην Μεσορόπη




Δεκαπενταύγουστος στην Μεσορόπη

Ημέρες τις Παναγίας, γιορτή του χωριού και του καλοκαιριού. Η εβδομάδα του Δεκαπενταύγουστου έχει συνδεθεί στο μυαλό των περισσότερων με τις διακοπές στο χωριό και νομίζω ότι κάθε χωριό σε κάθε γωνιά της Ελλάδας έχει και μια εκκλησίτσα αφιερωμένη στην Παναγία, που με περηφάνεια τη γιορτάζει.
            Η Μεσορόπη λοιπόν δε θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση. Κάθε Αύγουστο φοράει τα καλά της και αγκαλιάζει τα ξενιτεμένα παιδιά της, που έρχονται να θυμηθούν τα παλιά και να περάσουν λίγες ξέγνοιαστες στιγμές.
            Κι αν σήμερα τα παραδοσιακά πανηγύρια έχουν εκκλείψει, εγώ λέω να σας μεταδώσω λίγη από τη νοσταλγία του παρελθόντος. Τότε που οι παππούδες και οι γονείς μας, όντας παιδιά, γιόρταζαν τη μεγάλη αυτή γιορτή της Χριστιανοσύνης ταπεινά, φτωχά αλλά τόσο όμορφα.
            Το πανηγύρι της Παναγίας ήταν πολύ σημαντικό για όλους τους χωριανούς, αλλά κυρίως για τους καφετζήδες, που είχαν τα καφενεδάκια τους γύρω από την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου και που το περίμεναν με λαχτάρα, προκειμένου να δουν τα συρτάρια τους γεμάτα χρήματα. Και φυσικά οι προετοιμασίες τους άρχιζαν πολλές μέρες πριν. Οι μαγαζάτορες ασβέστωναν όλα τα τειχάκια τριγύρω, σκούπιζαν και καθάριζαν τα μαγαζιά τους και εφοδίαζαν τα ντουλάπια και τα ψυγεία τους με όλα τα απαραίτητα, φαγητά και ποτά της εποχής.
Έπειτα, την ημέρα του Δεκαπενταύγουστου σκέπαζαν με μουσαμάδες την πλατεία, μήπως και ο καιρός δεν τους κάνει τη χάρη και βρέξει. Στις άκρες της πλατείας πραματευτάδες, που κατέφταναν από κάθε γωνιά της Ελλάδας για τη μεγάλη μέρα, έστηναν τους πάγκους τους και διαλαλούσαν την πραμάτεια τους. Παιχνίδια, φρούτα, παγωτά, μηλαράκια κόκκινα με καραμέλα και ξυλάκι και πετειναράκια γλειφιτζούρια έκαναν την καρδιά των παιδιών να χτυπάει δυνατά και χαρούμενα.
Η εκκλησία αναλάμβανε το μενού της ημέρας. Αρνιά, κατσίκια σουβλισμένα, κοτόπουλα καλοψημένα –όλα τους, δώρα των μεσοροπιανών - έβγαιναν σε δημοπρασία και αγοράζονταν στην υψηλότερη τιμή πάντα για την ενίσχυση του ναού. Αλλά και φαγητά μαγειρεμένα στα ολοκάθαρα γανωμένα καζάνια, σούπες και πιλάφια κοκκινιστά αγοράζονταν από το κόσμο και συμπλήρωναν τους μερακλίδικους μεζέδες των καφετζήδων.
Το βραδάκι η ορχήστρα μετά τις πρώτες δοκιμές έπαιζε τα τραγούδια της εποχής και χωριανοί και ξένοι έστηναν το χορό όλοι μαζί ενωμένοι και αγαπημένοι. Το γλέντι συνεχίζονταν μέχρι το πρωί και οι καλοντυμένοι θαμώνες των καφενείων το απολάμβαναν με την ψυχή τους και ξεχνούσαν για μια μέρα τις έγνοιες και τις δυσκολίες της ζωής.
Τι κι αν υπήρχε φτώχεια, υπήρχε η χαρά του απλού ανθρώπου που θέρμαινε τη καρδιά του και χτυπούσε δυνατά και γρήγορα. Δεν χρειάζονταν πολλά πράγματα για να ευχαριστηθεί. Του έφτανε να φάει, να χορέψει να γελάσει και να ξεχαστεί, έστω για λίγο.


Δεν υπάρχουν σχόλια: