Παρασκευή 28 Φεβρουαρίου 2014

Το έθιμο της ντριβένας

Το έθιμο της ντριβένας σύμφωνα με μαρτυρίες κατοίκων της Μεσορόπης ξεκίνησε πριν την βουλγαρική κατοχή, διακόπηκε στη διάρκεια της και αναβίωσε γύρω στο 1950. Την εποχή εκείνη οι νέοι του χωριού όλη την εβδομάδα της Τυρινής κουβαλούσαν από το Παγγαίο κέδρους, τους συγκέντρωναν στις γειτονιές και όταν ερχόταν η Κυριακή της Τυρινής τους έβαζαν φωτιά και μαζί με τους άλλους κατοίκους γλεντούσαν και χόρευαν τριγύρω τους. Μάλιστα, τα βράδια οι κάτοικοι της μιας γειτονιάς πήγαιναν κρυφά και έκλεβαν τους κέδρους της άλλης γειτονιάς. Την Κυριακή οι φωτιές άναβαν, μόλις σουρούπωνε και κρατούσαν όλη νύχτα. Χαρακτηριστικό στοιχείο της Αποκριάς ήταν τα άσεμνα τραγούδια (τυρνίτικα όπως ονομάζονταν). Νέοι και γέροι κρυμμένοι πίσω από τη φωτιά, περιέλουζαν με κοσμητικά επίθετα και αποκριάτικα τραγούδια, όποιον τολμούσε να περάσει από μπροστά τους. Φυσικά, όλα αυτά μόνο την ημέρα της Τυρινής, οπότε και δικαιολογούνταν η κοροϊδία και τα πειράγματα. Κάποια στιγμή γύρω στο 1965 το έθιμο έσβησε με την επέμβαση της αστυνομίας και βέβαια η δικαιολογία ήταν ότι προσέβαλλαν τη δημόσια αιδώ. Ώσπου κάπου γύρω στο 2008 οι κάτοικοι αποφάσισαν να το επαναφέρουν και από τότε τελείται κάθε χρόνο.
Αν, τώρα, τολμούσαμε να αναζητήσουμε τις καταβολές αυτού του εθίμου, η έρευνα θα μας πήγαινε πολύ μακριά στην αρχαία εποχή και σίγουρα σχετίζεται με τις γιορτές προς τιμήν του Διονύσου. Ας μην ξεχνάμε εξάλλου ότι η κατοικία του Διονύσου, του θεού της χαράς και του γλεντιού βρίσκονταν στο Παγγαίο. Σύμφωνα με τον Albin Lesky «Ιστορία της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας», ένας ελληνιστικός συγγραφέας, ο Σήμος από τη Δήλο στον Αθήναιο (14,622) χωρίς να μας δίνει πληροφορίες για τους τόπους, όπου συνάντησε το έθιμο: περιγράφει νέους στεφανωμένους με πολλά κλαδιά και λουλούδια με επικεφαλής ένα παλικάρι μουτζουρωμένο με καπνιά, που κρατούσαν το φαλλό έμπαιναν στην ορχήστρα με τραγούδια. Έχει μάλιστα ιδιαίτερο ενδιαφέρον η πληροφορία ότι οι φαλλοφόροι ξεχώριζαν ορισμένους από τους θεατές για να τους περιλούσουν με την κοροϊδία τους.
            Η πραγμάτευση αυτή οδήγησε στην ελληνική αποκριά. Η κεφάτη και χοντροκομμένη κοροϊδία των πανηγυριστών είναι ένα σταθερό στοιχείο. Την συναντάμε μ’ έναν ξεχωριστό τύπο στην αττική ανοιξιάτικη γιορτή των Ανθεστηρίων, απ’ όπου πέρασε στην πομπή των Ληναίων. Εκεί αστείοι τύποι τριγυρνούσαν με άμαξες και περίλουζαν με την τολμηρή κοροϊδία τους – που τις περισσότερες φορές- θα ήταν σε στίχους – τους θεατές. Και βέβαια  πίσω απ’ όλα τα τολμηρά αυτά αστεία βρίσκεται η αντίληψη για την αποτροπαϊκή δύναμη του άσεμνου...

            Ωστόσο, οφείλουμε να τονίσουμε ότι όλα αυτά δεν είναι παρά υποθέσεις, καθώς δεν υπάρχουν γραπτές πηγές, που να εξακριβώνουν την αλήθεια των γεγραμμένων.

Σάββατο 22 Φεβρουαρίου 2014

Τα Βουνά... Γιώργος Σεφέρης



         ΤΑ ΒΟΥΝΑ
Τα ψηλά βουνά εκεί πέρα,
κουβεντιάζουν σα νυχτώνει
και μιλάνε για τη μέρα
που στα πόδια τους τελειώνει.

Η πιο γέρικη κορφή
με τα χιονισμένα φρύδια
έχει μια φωνή βραχνή
γιατί τρώει πολλά κρεμμύδια
σαν ξυπνήσει την αυγή.

Η άλλη εκεί πιο χαμηλά
είναι μια χοντρή κοπέλα
με ολοπράσινα μαλλιά
ξαπλωμένη σα βαρέλα
που στον ύπνο της μιλά.

Πάνω από τις λαγκαδιές
που σφυρίζουν σαν καλάμια
είναι ακόμη τρεις κορφές
τυλιγμένες με ποτάμια
και φωνάζουν σαν τρελές.

Μα το πιο καλό βουνό
μοναχό του ψιθυρίζει
όταν με το δειλινό
το θυμάρι του μυρίζει
κάτω από τον ουρανό.
         
      Γιώργος Σεφέρης

Παρασκευή 21 Φεβρουαρίου 2014

Παιδικά λαχνίσματα της Μεσορόπης


Ένει, μένει, ντου ντου μένει,
τρία ρο, κούτσουρο
κόλα μπίτα, ντέλι μον μπιτ
αρεμπίτ.


ένα κα, δι κακά, τρι κακά, σάρι κακά, πεν κα
ρέγκα, σου ντου, μου ντου, ντάλια δέκα...

Ανέβηκα σ' ένα βουνό και είδα ένα γουρούνι,
το κοίταξα καλά καλά και μου 'δειξε τη μούρη,
εγώ, εγώ, εγώ θα τα φυλάγω εγώ...
εσύ, εσύ, εσύ θα τα φυλάς εσύ...




Παρασκευή 14 Φεβρουαρίου 2014

Το τσάι του μπάρμπα Κωνσταντή

Ο μπάρμπα Κωνσταντής μια χιονισμένη μέρα αποφάσισε να βγει στο κυνήγι, παρά τις προειδοποιήσεις της κυρά Γιαννούλας που του έλεγε να μην πάει, επειδή θα κρυώσει. Αυτός πήρε πρωί πρωί το δίκαννο του, έζωσε το φυσεκλούκι (= φυσιγγιοθήκη) στη μέση του και έφυγε, βροντώντας την πόρτα. Για ώρες περιπλανιόταν στο παγωμένο Παγγαίο και μόλις σμούχριασε (= σουρούπωσε), παγωμένος γύρισε στο σπίτι. Μην μπορώντας να μιλήσει από το κρύο που είχε μαζέψει, μπαίνοντας από την πόρτα έκανε νοήματα στη γυναίκα του να του φτιάξει ένα ζεστό τσάι  για να συνέρθει. Εκείνη φουρκισμένη, προσποιούνταν ότι δεν τον έβλεπε και δώστου ο ταλαίπωρος ο άντρας της να χτυπιέται και να κάνει νοήματα. Κάποια στιγμή, γυρίζει και του λέει: « Δε σ’ έστειλα κει, δε σ’ έστειλα». Το είπε μια, το είπε δυο, στην τρίτη, όπως ήταν και οξύθυμος ο μπάρμπα Κωνσταντής, την αρπάζει και την βγάζει έξω απ’ τα κάγκελα του μπαλκονιού, ταρακουνώντας την και απειλώντας να τη ρίξει κάτω. Εκείνη τρομοκρατημένη άρχισε τότε να τον παρακαλάει: « Άσε με Κωνσταντή, σε παρακαλώ, σε παρακαλώ... και γω και τσάι θα σε κάνω και καφέ»!


(Το περιστατικό είναι αληθινό
τα ονόματα των πρωταγωνιστών είναι πλαστά
για ευνόητους λόγους)

Τετάρτη 12 Φεβρουαρίου 2014

Η βρύση στο χωριό...

  



  «Διαβάτη πιες το χορταστά
    το δροσερό νερό μου,

   και γείρε να ξεκουραστείς
   στον ίσκιο τον δικό μου».

 Η βρύση στο χωριό είναι κάτι το ξέχωρο, είναι χτισμένη με ιδιαίτερη αρχιτεκτονική και με τα καλύτερα πετρομάρμαρα, του πελεκητή καμάρι και του χωριού στολίδι. Γραφική η βρύση του χωριού, πότε μόνη της τραγουδάει με το τρεχούμενο νεράκι που αναβλύζει από τα σπλάχνα της Γης, πότε δυο - δυο οι κούπες, πότε τρεις και πέντε και πότε εφτά μαζί, μα κάθε μια με το δικό της τραγούδι και τους δικούς της μύθους και θρύλους.

Εκεί κοπέλες λυγερές, ψηλές, λιγνές, κοντούλες και γιομάτες, με λαμπαδοχυμένη μέση, γαϊτανοφρύδες και μαυρομάτες κι άλλες ξανθές με χρυσαφένιες πλεξούδες, Μούσες, Νεράιδες και Θεές μαζί. Νεράιδες σωστές, κατηφόριζαν στη βρύση με ελαφιού σβελτάδα. Άλλες με τη βαρέλα και το καδί στον ώμο κι άλλες με μπόγο μαλλιά και ρούχα πλεκτά και υφαντά για πλύσιμο, όπως τις είδε ο ποιητής να πλένουν, να λευκαίνουν στα κρύα νερά, στου ήλιου τις αχτίδες και τις τραγούδησε: 



“Αχολογάει η ρεματιά 
λαμποκοπούν οι βρύσες 
και πλένουν και λευκαίνουνε 
στα κρύα τα νερά, 
του ήλιου τις χρυσές αχτίδες”

                     



Κυριακή 9 Φεβρουαρίου 2014

Ταξιδεύοντας στο παρελθόν...

Το πρώτο λεωφορείο στο χωριό κυκλοφόρησε περίπου στα 1950, ο οδηγός του ήταν ο Γιώργος Συνάπης. Ήταν ξύλινο στα χρώματα του κόκκινου και του κίτρινου και έπαιρνε μπρος με μανιβέλα. Κάθε πρωί αναχωρούσε για την Καβάλα μεταφέροντας τους καπνεργάτες και άλλο κόσμο και το απόγευμα τους έφερνε πάλι πίσω. Όταν επέστρεφε, στάθμευε στην πλατεία, κατέβαζε τον κόσμο και μετά φόρτωνε τα σχολιαρόπαιδα και τα έκανε βόλτα στο χωριό. Για ανταμοιβή τα έβαζε να τραγουδούν δυνατά « τα Χριστιανόπουλα θα πάμε με χαράαα...»

                                                                                «Μαρτυρία»

Μεσορόπη, η γη των πατέρων μας


                                              Δεν υπάρχει τίποτα γλυκύτερο από τη γη των πατέρων σου 
                                                                    Ευριπίδης

Μεσορόπη, Παροιμία της εβδομάδας 4


Άρμεγε και κούρευε, χέζε και δεμάτιαζε!

Παρασκευή 7 Φεβρουαρίου 2014

Θέλω να χτίσω ένα σπιτάκι...

ΘΕΛΩ ΝΑ ΧΤΙΣΩ ΕΝΑ ΣΠΙΤΑΚΙ 
(ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ)

Θέλω νὰ χτίσω ἕνα σπιτάκι
στὴ μοναξιὰ καὶ στὴ σιωπή. 
Ξέρω μιὰ πράσινη ραχούλα... 
Δὲ θὰ τὸ χτίσω ἐκεῖ.

Ξέρω στὴ χώρα τὴ μεγάλη
τὸν πλούσιο δρόμο τὸν πλατύ, 
μὲ τὰ παλάτια καὶ τοὺς κήπους... 
Δὲ θὰ τὸ χτίσω ἐκεῖ.

Ξέρω τὸ πρόσχαρο ἀκρογιάλι, 
ὅλο τὸ κῦμα τὸ φιλεῖ, 
κρινόσπαρτη εἶναι ἡ ἀμμουδιά του... 
Δὲ θὰ τὸ χτίσω ἐκεῖ.

Ἀτέλειωτη τραβάει μιὰ στράτα, 
σκίζει μιὰ χέρσα ἁπλοχωριά, 
σκληρὰ τὴ δέρνει τὸ ἀγριοκαίρι
κι ὁ λίβας τὴ χτυπᾶ.

Μιὰ στράτα χιλιοπατημένη, 
τὸν καβαλλάρη νηστικό, 
τὸν πεζοδρόμο διψασμένο
θάφτει στὸν κουρνιαχτό.

Ἐκεῖ τὸ σπίτι μου θὰ χτίσω
μὲ μιὰ βρυσούλα στὴν αὐλή, 
πάντα ἡ γωνιά του θὰ καπνίζει
κι ἡ θύρα του θἆναι ἀνοιχτή.



Πέμπτη 6 Φεβρουαρίου 2014

Τι σημαίνει Μεσορόπη για σένα...

Σε πρόχειρη έρευνα που διεξήχθη μέσω σελίδας κοινωνικής δικτύωσης στο ερώτημα: Τι σημαίνει για σένα με τρεις λέξεις Μεσορόπη... Δόθηκαν οι εξής απαντήσεις:

Ξεγνοιασιά, διακοπές, παιδί-παιχνίδι

...Όμορφη και παράξενη Πατρίδα.

Μεσοχώρι, Κλωθώρης, Καστανιές

Καστανιές, Μπειλίκι, Νεβριός

Μακεδονία, Παγγαίο,και ανθρώπους αληθινούς!!!!

Καστανιές , αναμνήσεις , φύση και ανθρωπιά

Φύση, ομορφιά, ξεγνοιασιά

Μπάσκετ, καλοκαίρι, δροσιά

Φύση,ηρεμία,σπίτι!!

Ο τόπος μου

Γλυκιές αναμνήσεις μιας εφηβικής ζωής

Λουλουδάτη μυρωδιά, Πάσχα, πατρικό

Μυρωδιά βουνού, μπουφάν το καλοκαίρι, αστέρια στον χειμωνιάτικο ουρανό. (το πέρασα το όριο των 3 λέξεων!

Μια μαγευτική τοποθεσία

Παράδεισος - καταφύγιο - ομορφιά!

Οικογένεια , ζεστασιά, βουνό

Φύση, δροσιά, ηρεμία

Για μένα Μεσορόπη ειναι το 2ο μου σπίτι η καταγωγή μου, οι φίλοι μου και το μέρος, όπου είμαι χαρούμενος με άτομα που αγαπώ! Δύσκολο με τρεις λέξεις μόνο...

Σπίτι μου, χαλάρωση , ξεκούραση!!!

Ηρεμία, ρίγανη, νερό

Νοσταλγία, ομορφιά,οι άνθρωποι!!!!!!!!!!!!!!

Σπίτι, πατρίδα, ρίζες!!!!!!!

Παράδεισος επί γης...

Φύση, παράδοση φιλοξενία

Μεσορόπη είναι ομορφιά,ηρεμία,ξεκούραση.Είναι πολλά περισσότερα βέβαια!


Σας ευχαριστώ όλους εσάς που μπήκατε στο κόπο να απαντήσετε!!!

Τρίτη 4 Φεβρουαρίου 2014

Η ζωή στο χωριό...




Η ζωή στο χωριό
     Η γενιά μας είναι η γενιά της πόλης. Οι παππούδες ήρθαν στην πόλη, ο άνδρας έγινε δημόσιος υπάλληλος και η γυναίκα νοικοκυρά. Με ένα μισθό, ζούσαν σε μια μονοκατοικία ή ένα διαμέρισμα και τους έφτανε. Και ήταν μοντέρνοι, ήταν προοδευτικοί όσοι το έκαναν και παρατούσαν τη ζωή στο χωριό για να ζήσουν δίπλα σε καταστήματα, τσιμέντο και αυτοκίνητα. Τότε ακόμα, υπήρχε πράσινο στις πόλεις.
    Τώρα, πρέπει να δουλεύουν και οι δύο γονείς. Και έχουμε καταπιεί πολύ καυσαέριο στις πόλεις από παιδιά. Όσοι είχαν χωριά και τρεις μήνες το καλοκαίρι ξέφευγαν εκεί, είναι τυχεροί. Όσοι έχουν ευάερα σπίτια, όχι σφηνωμένα σε πλάκες τσιμέντου και μπαλκόνια γειτόνων, είναι επίσης τυχεροί. Αλλά, γιατί ήρθαμε όλοι εδώ; Πόσους χωρούν οι ελληνικές πόλεις;
   Η απόφαση να ξαναγυρίσουμε σε χωριάτικο τρόπο ζωής, έστω κι αν δεν είναι απαραίτητα αγροτικός, είναι δύσκολη. Θα πρέπει να αλλάξουμε πολλά μικρά πράγματα που δεν έχουμε καν σκεφτεί. Δηλαδή, το μυαλό φτάνει μόνο σε μεγάλες και κραυγαλέες διαφορές, όπως ότι αποχωριζόμαστε την οικογένεια, τους φίλους, τις εξόδους και την τρέλα της πόλης. Με πόση ηρεμία αρκείται ο καθένας;
  Από την άλλη, γιατί θα πρέπει να γκρινιάζουμε με την πολλή ηρεμία, όταν οι φρενήρεις ρυθμοί πια δεν παλεύονται και οργανικά; Είναι δυνατό να προτιμά κάποιος τα παιδιά του να μεγαλώσουν σε διαμέρισμα από ό,τι σε μια μονοκατοικία με κήπο, άπλα, πράσινο, φίλους, επαφή με φύση και ζώα, σε μια μικρή κοινωνία με λιγότερο φόβο; Γιατί στο εξωτερικό, που έχουν ποιότητα ζωής, όλοι ζουν σε όμορφα σπίτια, με δέντρα, κήπους και ζώα και αντέχουν την ηρεμία και μεγαλώνουν όμορφες οικογένειες;

Ο φόβος για τη μεγάλη αλλαγή μπορεί να καθηλώσει γενιές και γενιές σε μια ψυχολογική πίεση χωρίς τέλος...





Σάββατο 1 Φεβρουαρίου 2014

Μεσορόπη, Παροιμία της εβδομάδας 4


Έναν δεν τον ήθελαν στο χωριό του και αυτός ήθελε στου παπά το σπίτι!

Χωριό μου, χωριουδάκι μου


Xωριό μου, χωριουδάκι μου   (1950)

Μ. Τραϊφόρος       I. Ριτσιάρδης

Τα πλούτη αυτά και τα καλά τι να τα κάνω;
Εγώ αδέρφια μου μερόνυχτα ποθώ
λίγο θυμάρι να μυρίσω κι ας πεθάνω,
σε μια ψηλή κορφή ν' ανέβω κι ας χαθώ.
Ψηλά στις στάνες στα λιοτρίβια και στ' αλώνια
και στου χωριού μου τις πλαγιές και τους γκρεμούς,
εκεί η ψυχή μου ανηφορίζει από χρόνια
και η φωνή μου τραγουδάει με λυγμούς

Χωριό μου, χωριουδάκι μου
και πατρικό σπιτάκι μου,
στη σκέψη μου σας φέρνω νύχτα-μέρα
εδώ στα ξένα πέρα.
Κι άλλο δεν θέλω απ' τη ζωή
δεν θέλω τίποτ’ άλλο να μου δώσει
παρά να μ' αξιώσει
να ξαναδώ κάποιο πρωί
το πατρικό σπιτάκι μου
και το φτωχό το χωριουδάκι μου.

Πότε θαρθεί, πότε θα ‘ρθει η άγια μέρα,
που θε ν' ακούσω της φλογέρας το σκοπό,
και θ' αγκαλιάσω τη γριούλα μου μητέρα
και με το γέρο μου θα κάτσω να τα πιω.
Να ιδω τ' αδέρφια μου, να ιδω τις αδερφές μου
και μιαν αγάπη μου παλιά που ακόμα ζει.
Να ξαναβρώ τις παιδικές τις συντροφιές μου
και να τα πούμε και να κλάψουμε μαζί.