Κυριακή 25 Μαρτίου 2018

25η Μαρτίου, Μεσορόπη



«Στς  τυραννίας  τά παληά, πί Τουρκίας χρόνια
στς Μεσωρόπης τά βουνά, στά κρύα καί στα χιόνια,
πλαρχηγοί λεοντόκαρδοι κντάρτες τριγυρνοσαν
γιά τς πατρίδας τήν τιμή, τά κρύα ψηφοσαν.

Μεσωρόπη, τερπνή καί λλοτε καί τώρα
εναι κοιτίς λληνισμο, θεσμν πατρίων χώρα.»

                                                                                                                               Θωμάς Γκίσδαβος
                                                Κλητήρ Κοινότητος Μεσωρόπης


Τρίτη 20 Μαρτίου 2018

Ο περιπτεράς της Μεσορόπης, Γιώργος Μαρούδας

Ο περιπτεράς της Μεσορόπης, Γιώργος Μαρούδας

Στη μικρή κοινωνία κάθε χωριού, υπάρχουν εστίες που επιδρούν στην κοινωνική ζωή του. Έτσι και στη Μεσορόπη, η εκκλησία, η κοινότητα, το σχολείο, η αγορά ήταν ζωντανά στοιχεία της. Πόσο μάλλον τα πρόσωπα που σχετίζονταν με αυτά, ο παπάς, ο γραμματέας, ο δάσκαλος αλλά και ο ψιλικατζής, ο φούρναρης, ο κουρέας και ο περιπτεράς.
φώτο Λουκάς Κόνιας
Σήμερα οι περισσότεροι απ’ αυτούς τους ανθρώπους έχουν πεθάνει ή έχουν αποσυρθεί από την ενεργό δράση. Ωστόσο, σημάδεψαν με την παρουσία τους τον τόπο και κυρίως τις γενιές από τριάντα και πάνω κι αξίζει να τους θυμόμαστε.
Ένας τέτοιος χαρακτηριστικός τύπος ήταν και ο περιπτεράς, Γιώργος Μαρούδας. Η φυσική θέση του περιπτέρου, στο Μεσοχώρι, τον καθιστούσε σήμα κατατεθέν του χωριού για μικρούς και μεγάλους. Επρόκειτο για ένα έξυπνο άτομο, που πολλές φορές ηθελημένα παρίστανε τον κουτό, έναν καπάτσο έμπορο τόσο, ώστε να πετυχαίνει το σκοπό του, την προώθηση των προϊόντων του. Μα πάνω απ’ όλα πρόθυμος υπηρέτης όλων. Για κάθε υπόθεση έβρισκε μια λύση και έναν τρόπο να σε εξυπηρετήσει, όσο το δυνατόν καλύτερα. Φυσικά, δεν του έλειπε το χιούμορ και μια λαϊκή θυμοσοφία, που πήγαζε από την πείρα του στη ζωή και την επαφή με τον πολύ κόσμο.
Προσωπικά, έχω πολλά να θυμάμαι απ’ αυτόν το συμπαθή Κύριο, που όλοι, μικροί, μεγάλοι  τον φώναζαν Μαρούδα κι εκείνος απαντούσε με πολύ χιούμορ: «Σας παρακαλώ, κύριε Μαρούδα». Καθώς έζησε μέχρι σχεδόν τα 100 χρόνια, μεγαλώσαμε μαζί, κι οι αναμνήσεις είναι πολλές.
Όπως κάθε παιδί , λοιπόν, έτσι κι εγώ κάθε απόγευμα έπαιρνα το χαρτζιλίκι μου και έτρεχα μαζί με τους φίλους μου να αγοράσω τα αγαπημένα μου γλυκίσματα, σοκολάτες, καραμέλες και προπάντων μαστίχες. Εκείνος, μόλις μας έβλεπε, χαμογελούσε και έσπευδε να μας εξυπηρετήσει, πειράζοντάς μας με διάφορα αστεία. Αυτά για τον χειμώνα, γιατί, μόλις άρχιζε ο καιρός να ζεσταίνει, το μυαλό μας πήγαινε κατευθείαν, στο βασιλιά των γλυκών, το παγωτό. Τότε, ήταν που έβρισκε τον μπελά του, αφού κάθε μέρα διατυπώναμε το αιώνιο ερώτημα: «Πότε, επιτέλους θα φέρεις παγωτά;» Εκείνος ακούραστος μας απαντούσε όλο νόημα: «Παγωτά θα φάτε το Πάσχα, γιατί από τώρα θα αρρωστήσετε και ποιος ακούει τους γονείς σας;» Ασχέτως, αν το Πάσχα έπεφτε Μάρτιο, Απρίλιο, Μάιο ήταν η μέρα ορόσημο για την αγορά παγωτού. Την Κυριακή του Πάσχα, λοιπόν, με το σχόλασμα της εκκλησίας ξεχυνόμασταν στην πλατεία για να δοκιμάσουμε το καινούριο παγωτό της χρονιάς. Εκείνος πιστός βοηθός καθόταν δίπλα μας για να μας δώσει το παγωτό που δε φτάναμε να πιάσουμε, ακόμα κι αν μπαίναμε ολόκληροι μες στο ψυγείο.
Κάποτε, όταν νέος έχασε τη γυναίκα του και έμεινε μόνος του, αφού τα παιδιά του βρίσκονταν μακριά και δεν μπορούσαν να είναι συνέχεια κοντά του, μερικές γυναίκες του χωριού, κάθε φορά που μαγείρευαν κάτι καλό, έστελναν κι ένα πιάτο ζεστό σπιτικό φαγητό στον φίλο τους, τον Μαρούδα. Η μαμά μου που ήξερε την ιδιαίτερη αγάπη του για τα γλυκά, πάντα χώριζε ένα κομμάτι νόστιμο γλυκό για να του το προσφέρει με χαρά. Και φυσικά ο μεταφορέας με το «γλυκό ταπεράκι» δεν ήταν άλλος από μένα. Δε θα ξεχάσω, πώς φώτιζε το πρόσωπό του, μόλις το αντίκριζε. Μάλιστα, πολλές φορές, ενώ δεν  το συνήθιζε, μου έχωνε κρυφά στη τσέπη την αγαπημένη μου μαστίχα.
Τρία ήταν τα αγαπημένα του πάθη, όπως έλεγε ο ίδιος: « το περίπτερο, η εκκλησία και η τοπική ποδοσφαιρική ομάδα, Μέγας Αλέξανδρος». Το περίπτερο, που έπρεπε να είναι συνεχώς ανοιχτό -ήταν βλέπετε επαγγελματίας -, συχνά του στερούσε την παρουσία του απ’ τ’ άλλα δύο. Και καλά η εκκλησία ήταν δυο βήματα από την πλατεία και κατάφερνε να ξεκλέβει λίγο χρόνο για να παρευρίσκεται στις λειτουργίες, οι αγώνες όμως της τοπικής ομάδας γίνονταν στο γήπεδο, το οποίο βρίσκονταν έξω απ’ το χωριό και ήταν δύσκολο να απομακρυνθεί από το περίπτερο του. Όταν τα παιδιά και τα εγγόνια ερχόταν τις Κυριακές και μπορούσαν να τον αντικαταστήσουν για λίγο, ήταν μες στη χαρά και έτρεχε κατευθείαν στο γήπεδο. Αργότερα, πάλι, όταν αυτοί έλειπαν κι εγώ είχα μεγαλώσει τόσο, ώστε να με εμπιστεύεται, άφηνε εμένα στο περίπτερο, κάτι που προσωπικά με γέμιζε ευχαρίστηση. Καθόμουν στο θρόνο του και σοβαρή σοβαρή εξυπηρετούσα την πελατεία και το συγύριζα με προσοχή και προθυμία, λες κι ήταν δικό μου. Κάθε φορά, που επέστρεφε με κερνούσε κι ένα γλύκισμα της αρεσκείας μου, ως ανταμοιβή για τις υπηρεσίες μου.
Δεν ήταν μορφωμένος, αλλά διέθετε μια λαϊκή και απλοϊκή σοφία, που μόνο λίγοι παλιοί άνθρωποι εκείνης της εποχής είχαν και που σήμερα δύσκολα συναντά κανείς. Κάθε φορά που κάποιος «έξυπνος μεσοροπιανός» τον περιγελούσε για κάποια πράξη του, λέγοντας του: « Ε, Μαρούδα, δεν έχεις μυαλό;» Εκείνος κουνούσε το κεφάλι του και απαντούσε: « Τι να το κάνω, ρε το μυαλό, μυαλό έχουν και τα κατσίκια, γνώμη δεν έχουν…» Και τον αποστόμωνε μια και καλή!
Έζησε πολλά χρόνια, έβλεπε Μεσοχώρι να αλλάζει, έβλεπε το χωριό να αλλάζει, έβλεπε τους ανθρώπους να αλλάζουν, να έρχονται και να φεύγουν. Εκείνος, όμως πιστός στο καθήκον, φύλακας και προστάτης της πλατείας. Προς το τέλος της ζωής του κι ενώ είχε αποχαιρετήσει σχεδόν όλους τους συνομήλικους φίλους του, αναγκάστηκε για χωροταξικούς λόγους να χάσει και τη προνομιακή θέση του στην πλατεία και να μετακινηθεί 30 μέτρα πιο πάνω. Τότε δε μίλησε, αλλά τα μάτια του πρόδιδαν την πίκρα και την απογοήτευση που ένιωσε, λες και μετατοπίστηκε από το επίκεντρο της  ζωής της πλατείας. Απόλυτα ρεαλιστής και με αρκετή δόση φλεγματικού χιούμορ έλεγε : «Τι περιμένω εγώ εδώ τώρα; Εμένα η θέση μου είναι κει κάτ’», εννοώντας τα νεκροταφεία. Έπειτα από λίγο καιρό έφυγε, πλήρης ημερών εκπληρώνοντας την επιθυμία του. Και κάπως έτσι άφησε άδεια το θρόνο του στο περίπτερο, τη θέση του στο γήπεδο και το στασίδι του στην εκκλησία. Αυτό το τελευταίο είδα προχθές και η μνήμες μου ξύπνησαν, δίνοντας μου κίνητρο να τις αποτυπώσω στο χαρτί, σαν ταπεινή μνεία. Για έναν άνθρωπο που δεν ήταν συγγενής μου, θύμιζε όμως, γιατί οι αναμνήσεις δεν κοιτούν συγγένειες, αλλά βασίζονται στην ζεστή επαφή με ανθρώπους διαφορετικά ξεχωριστούς για τον καθένα μας.

φώτο Λουκάς Κόνιας