Σάββατο 23 Δεκεμβρίου 2017

Τα κάλαντα στη Μεσορόπη


                            Τα κάλαντα στο χωριό
Όταν ήμασταν παιδιά η αγαπημένη μας γιορτή ήταν τα Χριστούγεννα. Παραμονές της μεγάλης γιορτής με το κλείσιμο του σχολείου το χωριό γέμιζε κόσμο. Τα στολισμένα χωριάτικα σπιτάκια και οι καμινάδες που ανέδυαν την μυρωδιά του καμένου ξύλου  δημιουργούσαν μια ατμόσφαιρα παραμυθένια ειδικά τις νυχτερινές ώρες. Σπίτια φτωχά αλλά πλούσια σε θαλπωρή και γεμάτα ψυχική ζεστασιά.
Εμείς τα παιδιά ήμασταν διπλά χαρούμενα. Από τη μια έρχονταν οι φίλοι μας από τα κοντινά αστικά κέντρα για τις διακοπές τους στο χωριό και αυτό σήμαινε ατέλειωτες ώρες παιχνιδιού και ξεγνοιασιάς, από την άλλη όλο το χρόνο περιμέναμε την παραμονή των Χριστουγέννων για να ψάλλουμε τα κάλαντα και να μαζέψουμε «φραγκούδια», όπως έλεγαν και οι  γιαγιάδες μας. Στο παιδικό μας μυαλό μάλιστα θεωρούσαμε τους εαυτούς μας τυχερούς, γιατί στο χωριό μας λέγαμε τέσσερις φορές τα κάλαντα, καθώς, ως γνωστόν, χωρίζεται σε Παλαιό και Νέο ημερολόγιο και ως εκ τούτου γιορτάζουμε δύο Χριστούγεννα και δύο Πρωτοχρονιές.
Όταν η πολυπόθητη ημέρα της παραμονής έφτανε, ξυπνούσαμε νωρίς νωρίς, εξοπλιζόμασταν με σκουφιά, γάντια, κασκόλ και τρίγωνα στα χέρια για την μία και μοναδική μέρα. Ο τόπος συνάντησης  ήταν προκαθορισμένος και φυσικά προκαθορισμένες ήταν κι οι παρέες μας, δύο το πολύ τριών ατόμων  για να μη μας βλέπουν πολλούς και δε μας δίνουν πολλά χρήματα και γλυκά.
Ως παιδιά βέβαια, γνωρίζαμε καλά τα συμφέροντά μας και ξέραμε να ξεχωρίζουμε τους ανοιχτοχέρηδες ,στους οποίους ψάλλαμε δυνατά όλες τις στροφές από τα κάλαντα, από τους τσιγκούνηδες, που άκουγαν το πολύ πολύ μια στροφή, μέχρι να μας δώσουν το ισχνό αντίτιμο για τον κόπο μας. Όσο γι’ αυτούς που δε μας άνοιγαν ποτέ, αλλά μας παρακολουθούσαν πίσω από τις κλειστές κουρτίνες του παραθυριού τους, κυκλοφορούσε μεταξύ μας η καταληκτική ευχή των καλάντων παραλλαγμένη ως εξής: « Σ’  αυτό το σπίτι που ‘ρθαμε μια πέτρα να ραγίσει και ο νοικοκύρης του σπιτιού ως αύριο να ψοφήσει». Άλλη αξιοσημείωτη σκηνή ήταν τα προσωπικά τυχερά του εκάστοτε παιδιού από τους συγγενείς του. Θυμάμαι χαρακτηριστικά τη θεία μου, με το που άνοιγε την πόρτα και πριν καλά καλά ανοίξουμε το στόμα μας, με κοιτούσε συνωμοτικά και σχεδόν με ταχυδακτυλουργικές κινήσεις μου έχωνε στη τσέπη το κατοστάρικο, ενώ στους άλλους έδινε εικοσάρικα.  Τέτοιες «πονηρές» θείες είχαμε όλοι μας, που να ήξεραν οι καημένες ότι μετά, στην διάρκεια της καταμέτρησης ομολογούσαμε αλλήλοις πόσα μας έδωσε η καθεμιά και τις ξεμπροστιάζαμε. Πάντως εμάς μας συνέφερε γιατί μ’ αυτό τον τρόπο ανεβάζαμε το κασέ μας κατακόρυφα.
Εκείνο όμως που θα θυμάμαι για πάντα είναι το τελευταίο σπίτι του χωριού. Έφτανες εκεί μετά από μια τεράστια ανηφόρα και σε περίμενε μια καλοσυνάτη γριούλα. Τα άλλα παιδιά δεν είχαν το κουράγιο ή και τη θέληση να ανέβουν και έφευγαν. Εγώ με τη φίλη μου δεν υπολογίζαμε την ανηφόρα μπροστά στα καλούδια της κυρά Λένης. Μας περίμενε πάντα και μας υποδέχονταν στο όμορφο μοσχοβολιστό δωματιάκι της με περισσή λαχτάρα. Μας έβαζε να κάτσουμε δίπλα στο τζάκι και αφού άκουγε όλα τα κάλαντα, μας έδινε ένα γενναίο φιλοδώρημα και ένα καλαθάκι με γλυκά και διάφορα δωράκια που είχε φτιάξει με τα χεράκια της ειδικά για μας. Για χρόνια αυτό ήταν το μυστικό μας με τη φίλη μου. Όταν οι άλλοι μας ρωτούσαν αν άξιζε τον κόπο να ανέβουν την κοπιαστική ανηφόρα, εμείς όλο θεατρινισμό τους απαντούσαμε: «απαπά με τίποτα μας βγήκε η γλώσσα μα ανέβουμε και τι πήραμε είκοσι δραχμές». Μέσα μας βέβαια, ευχόμασταν να είναι καλά η κυρά Λένη και του χρόνου για να μη χάσουμε την προνομιακή μας μεταχείριση.
 Κι αν αυτές οι όμορφες εποχές έχουν περάσει ανεπιστρεπτί η νοσταλγία και η θύμηση τους τις ξαναζωντανεύουν κάθε χρόνο, τέτοιες μέρες.

Καλά Χριστούγεννα σε όλους.