Τρίτη 25 Δεκεμβρίου 2018

Χριστούγεννα στη Μεσωρόπη


Χριστούγεννα στο χωριό

                Οι περισσότεροι από μας έχουν συνδέσει το χωριό περισσότερο με το Πάσχα και λιγότερο με τα Χριστούγεννα. Λίγο ο χειμωνιάτικος καιρός που επηρεάζει την διάθεση, λίγο η έλλειψη κινήτρου, καθώς οι παππούδες και οι γιαγιάδες δε ζουν πια για ν’ ανοίξουν το φιλόξενο σπιτικό τους, κάνουν απρόθυμους τους μεσωροπιανούς να περάσουν τις γιορτές στο χωριό. Έχετε σκεφτεί  τι χάνετε; Για διαβάστε παρακάτω και να δούμε θα συμφωνήσετε;
Πρώτα απ’όλα χάνετε την κατανυκτική ατμόσφαιρα της εκκλησιάς το πρωί των Χριστουγέννων πολύ πριν φέξει η μέρα, που μαζεύει όλος τους συντοπίτες. Τι αξία έχει  το "χρόνια πολλά" βγαλμένο από οικείους και αγαπημένους ανθρώπους στο σχόλασμα;
Έπειτα, χάνετε το στολισμένο χωριάτικο σπίτι με το τζάκι ή την ξυλόσομπα που καίει ζωηρά, ακόμα καλύτερα αν υπάρχουν πάνω φλούδες μανταρινιού, αλλά και το μεσημεριανό οικογενειακό τραπέζι. Το ξεχωριστό αυτό τραπέζι στρωμένο με το άσπρο κοφτό τραπεζομάντιλο της γιαγιάς και φορτωμένο με χωριάτικα καλούδια, ντόπια κρέατα, μαρούλι και λάχανο σαλάτα από τον μπαξέ, κρασί από το κελάρι του γείτονα και για επιδόρπιο χασλαμά και ψητά κάστανα.(Αλήθεια, τη γυάλινη κανάτα γεμάτη νερό με το πετσετάκι πάνω, τη θυμάστε; Τέλος, το κόψιμο του χριστόψωμου και τον τυχερό της οικογένειας.
Το απογευματάκι ακολουθεί η βόλτα στο χωριό, που είναι τόσο διαφορετική από εκείνη τη καλοκαιρινή. Περπάτημα στα σοκάκια κι απόλαυση μιας απόκοσμης ησυχίας με μόνο μάρτυρα της ανθρώπινης παρουσίας, τον καπνό από τις καμινάδες μερικών σπιτιών. Οι πιο τολμηροί ίσως φτάσουν και μέχρι το Νιβριό ή τον Κλωθώρη, όπου το χειμωνιάτικο τοπίο με το γυμνά πλατάνια κι τα ορμητικά νερά είναι εκτός από φοβιστικό άκρως σαγηνευτικό…

Καλά Χριστούγεννα!!!

Τετάρτη 19 Δεκεμβρίου 2018

Αν έλειπε η Μεσωρόπη…

 Αν έλειπε η Μεσωρόπη…

Με αφορμή τη χθεσινή πυκνή ομίχλη που σχεδόν εξαφάνισε το χωριό, μου γεννήθηκε η απορία τι θα ήμασταν, αν δεν υπήρχε η Μεσωρόπη.  Αλήθεια, έχετε σκεφτεί ποτέ πώς θα ήταν η ζωή μας  χωρίς το αγαπημένο μας χωριό;
Καταρχάς, δε θα είχαμε το πιο βασικό κομμάτι, τη φύση με τα νερά, τους καταρράκτες, τα πλατάνια, ούτε Νιβριό να δροσιζόμαστε το καλοκαίρι ούτε Κλωθώρη να τρέχουμε το χειμώνα να δούμε πόσο νερό κατέβασε κι αν «βαζουμαχεί». Δε θα είχαμε Πλατανούδ’ και Καταφύγιο να απολαμβάνουμε την ομορφιά τους, όταν το χιόνι τα σκεπάζει.
Έπειτα, δε θα είχαμε Καστανιές, Μεσοχώρι και Κόλια να συναντάμε τους φίλους μας και να πίνουμε το «καφεδούδ’» και να «χάφτουμε τα μεζεδούδια μας». Δε θα είχαμε στενά σοκάκια να κάνουμε βόλτες και να ανταλλάσσουμε τις καλημέρες και τις καλησπέρες μας. Δε θα είχαμε εκκλησιές και ξωκλήσια να τονώνουν τη θρησκευτική μας πίστη, πιστά στην παράδοση. Βέβαια, δε θα είχαμε και μάτια να μας παρακολουθούν πίσω από τις κλειστές κουρτίνες και τις κλειδαρότρυπες και στόματα να ψιθυρίζουν πίσω από τις γυρισμένες πλάτες μας, σχολιάζοντας τη κάθε μας κίνηση. Αλλά δε θα είχαμε κι αυτό το φιλότιμο του μεσωροπιανού, ο οποίος αφού ικανοποιήσει την περιέργειά του για το ποιος είναι ο ξένος που πάτησε το πόδι του στο χωριό του, σπεύδει να τον περιποιηθεί και να τον εξυπηρετήσει όσο καλύτερα μπορεί.
Ακόμη, δε θα είχαμε σπίτια αρχοντικά να μας θυμίζουν την παλιά εκείνη αίγλη του χωριού. Δε θα είχαμε τις αναμνήσεις μας από τα παιδικά μας χρόνια να συνοδεύουν τις συζητήσεις μας. Δε θα είχαμε αυτή την υπέροχη ντοπιολαλιά να μας θυμίζει την κοινή καταγωγή μας, κάθε φορά που την ακούμε να μιλιέται από κάποιον δικό μας.
Τέλος, δε θα είχαμε το βασικότερο, ένα κοινό σημείο αναφοράς, στο οποίο να επιστρέφουν όσοι μένουν μακριά με νοσταλγία και να συναντούν εμάς, που επιλέξαμε να ζήσουμε σ’ αυτόν τον προικισμένο τόπο όχι επειδή γεννηθήκαμε εδώ, αλλά επειδή τον αγαπάμε πραγματικά και μας αρέσει.
Οπότε ευτυχώς το δημοφιλές «άφανοι οι μεσωροπιανοί, άφανη κι η Μεσωρόπη» ισχύει μόνο προσωρινά λόγω αντάρας και καταχνιάς…
                                


Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2018

Οι καμπάνες του χωριού μου




Οι καμπάνες του χωριού μου

Φαντάζομαι, γνωρίζετε το παιδικό τραγουδάκι:
« Η καμπάνα του χωριού μας,
Την ακούτε παιδιά.
Τι γλυκά σημαίνει,
Τι γλυκά σημαίνει,
Ντιν, νταν, ντον
Ντιν, νταν, ντον.»
Πόσοι όμως έχετε αντιληφθεί το σημαντικό ρόλο που παίζει η καμπάνα στην καθημερινή ζωή ενός χωριού; Έχετε σκεφτεί ότι χτυπά κι καθορίζει την πορεία της μέρας μας; Χτυπά το πρωί για τον όρθρο και μας ξυπνά γλυκά για να καλημερίσουμε τον κόσμο, χτυπά το απόγευμα για να μας θυμίσει να κάνουμε το σταυρό μας και να ευχαριστήσουμε τον Θεό, που βράδιασε και σήμερα. Είναι κάτι αντίστοιχο με την καλημέρα και την καλησπέρα που ανταλλάσσουμε, όταν συναντιόμαστε στα σοκάκια του χωριού. Και βέβαια, χτυπάει στις γιορτές για να μας καλέσει να χαρούμε, αλλά χτυπάει και στις λύπες για να αποχαιρετήσουμε έναν συγχωριανό μας.
                Όσον αφορά τη Μεσωρόπη νομίζω ότι το χτύπημα της καμπάνας ανέκαθεν υπενθύμιζε το έντονο θρησκευτικό αίσθημα του χωριού κι αποτελεί ακόμη και σήμερα παράδοση. Υπάρχουν άνθρωποι που έχουν επιφορτιστεί με το καθήκον να χτυπούν καθημερινά την καμπάνα των δύο κεντρικών ναών. Υπάρχουν όμως κι οι καμπάνες στα ξωκλήσια, που η παράδοση θέλει ο διαβάτης να τις χτυπά κάθε φορά που τα επισκέπτεται για να δηλώσει την παρουσία του στο σπίτι των προσφιλών αγίων μας. Ο Προφήτης Ηλίας, η Αγία Κυριακή, ο Άγιος Αθανάσιος, ο Άγιος Δημήτριος, η Αγία Μαρίνα κι ο Άγιος Γεώργιος στον κάμπο, που είναι λίγο πιο αδικημένος, γιατί ο ήχος της καμπάνας του δε φτάνει μέχρι το χωριό είναι σα να χαίρονται κάθε φορά που κάποιος από μας τους θυμάται και χτυπά την καμπάνα τους. Τώρα, μάλιστα που είναι χειμώνας κι οι επισκέψεις μας είναι πιο σπάνιες, νομίζω ότι θα αισθάνονται λίγο παραμελημένοι οι φίλοι μας, καθώς θα περιμένουν κάποιο χέρι να χτυπήσει την καμπάνα τους. Μα, τι αγαλλίαση θα νιώθουν, όταν έρχεται η Άνοιξη και τα χτυπήματα της καμπάνας πληθαίνουν σταδιακά.  Είναι μια τελετουργία και μια μυστική συμφωνία των μεσωροπιανών, θα έλεγα, αυτή η κωδωνοκρουσία, που όσα χρόνια κι αν περάσουν θα την τηρούν ευλαβικά.  
Σε λίγες μέρες θα χτυπήσουν χαρμόσυνα οι καμπάνες για την έλευση του Θεανθρώπου και θα μας καλέσουν να χαρούμε όλοι μαζί, αγαπημένοι κι ενωμένοι για άλλη μια χρονιά. Τότε, ίσως θυμηθείτε τα λόγια μου για την αξία του ήχου της καμπάνας του χωριού…
Καλές γιορτές…

Τετάρτη 17 Οκτωβρίου 2018

Μεσωρόπη σαν ζωγραφιά...

Όταν οι φωτογραφίες γίνονται ζωγραφιές, τότε η ζωή μοιάζει με παραμύθι και το χωριό με όνειρο...

Τρίτη 25 Σεπτεμβρίου 2018

Το μαγαζάκι της Ασημούλας




Το μαγαζάκι της Ασημούλας ήταν ένα από ‘κείνα τα γραφικά μπακάλικα του παλιού καιρού. Μια χαμηλή ξύλινη πόρτα κι ένα φαρδύ σκαλοπάτι, από το οποίο έπρεπε να πηδήξεις, σε οδηγούσαν στο υπόγειο παντοπωλείο. Η μυρωδιά του ήταν  ένας συνδυασμός  του ασβέστη στους «μπουζάτους» τοίχους, των μπαχαρικών, των απορρυπαντικών, της καραμέλας και του μπισκότου. Νομίζω όλοι θα τη θυμάστε. Μπροστά τοποθετημένα σε κουτιά τα γαριδάκια, δρακουλίνια, φοφίκο, φουντούνια πιτσίνια, τι και τι, έξτρα κι άλλα πολλά. Προχωρούσες λίγο στο διάδρομο και έβλεπες στα δεξιά τα ανοιχτά τσουβάλια με τη ζάχαρη, τα φασόλια, το ρύζι, τις φακές. Από πάνω τους κάθε λογής ζαχαρωτά, σοκολάτες ίον, σοκοφρέτες, κουκουρούκου και κις κι οι αγαπημένες μου μαστίχες, μπιγκ μπάμπολ. Αριστερά και λίγο πιο μέσα χλωρίνη, ρολί, όμο, άβα κι άλλα απορρυπαντικά. Λίγο πιο πέρα ήταν το τμήμα με τα τυποποιημένα προϊόντα τράτα, σάλτσα, μακαρόνια, φιδές, αλεύρι κ.α. Στο βάθος του μαγαζιού ένας τεράστιος πάγκος που χώριζε το χώρο του ιδιοκτήτη από των πελατών.
 Κάπου εκεί πίσω σε μια ειδικά διαμορφωμένη παλιά πολυθρόνα καθόταν η Ασημούλα, μια κοντούλα, συμπαθητική και πάνω απ’όλα ευγενική και χαμογελαστή κυριούλα, που δεν παντρεύτηκε και δεν έκανε παιδιά, αλλά μας αγαπούσε πολύ σαν δικά της παιδιά. Μάλιστα, εκτός από τα παιδιά αγαπούσε πολύ τα γατιά, γι’ αυτό είχε πάντα στο μαγαζί  για συντροφιά μια γάτα, πότε ασπρόμαυρη και πότε ψαρή. Αγαπημένη της ατάκα: «Ναι, χρυσά μ, θα διω αν έχω». Μου φαίνεται σαν να τη βλέπω τώρα μπροστά μου να ζυγίζει σ’ εκείνη τη παλιά ζυγαριά με τους δίσκους, που βρίσκονταν στην άκρη του πάγκου της, τις φακές, τη ζάχαρη και τα φασόλια. Ήταν κοκέτα σε όλα της, με το καρέ μαλλί της, την καθαρή της ρόμπα, την ποδιά της και τη ζακετούλα, που έριχνε πάντα πάνω της για να μην κρυώσει. Όταν της έδινες  για το προϊόν που αγόραζες  χαρτονόμισμα, εκείνη το ίσιωνε καλά, άνοιγε το ξύλινο συρτάρι του πάγκου της, όπου φυλούσε τακτοποιημένα τα πολύτιμα «φραγκούδια» της και με αργές κινήσεις, σαν σε τελετουργικό, σου έδινε τα ρέστα, με πρώτη λέξη πάντα το «ευχαριστώ» και τελευταία το «παρακαλώ».
Φωτογραφικό αρχείο, Γαϊταντζή Μαρία
Το χειμώνα καθόταν εκεί πίσω από το πάγκο κι είχε ένα μαγκάλι για ζεστασιά και τη γάτα στην αγκαλιά της. Το καλοκαίρι καθόταν σε μια κοντή καρεκλίτσα στην είσοδο του μαγαζιού κι η γάτα δίπλα της στα σκαλιά. Από κει σε υποδέχονταν με το χαμόγελο, λες κι έμπαινες στο σπιτικό της. Αν πάλι είχες λίγο παραπάνω χρόνο και καθόσουν δίπλα της θα σου έλεγε ένα σωρό ιστορίες από τα παλιά.
Αυτό ήταν το γραφικό μαγαζάκι της Ασημούλας, η ψυχή της γειτονιάς, ανοιχτό πρωί, απόγευμα, βρέξει, χιονίσει περίμενε να τρίξει η πόρτα και να μπει ο πελάτης για να προμηθευτεί τα καλούδια της παλιάς εκείνης εποχής…












Κυριακή 26 Αυγούστου 2018

Τα βραχώματα της Μεσορόπης


Τα βραχώματα της Μεσωρόπης


Βραδάκι καλοκαιριού στο χωριό με δροσιά και ολόγιομο φεγγάρι είναι οι καλύτερες συνθήκες για βόλτα στα σοκάκια. Επειδή, λοιπόν οι ευκαιρίες αυτές δεν πρέπει να χάνονται και σίγουρα οι στιγμές περνούν ανεπιστρεπτί, παίρνουμε το σκυλάκι μας και βγαίνουμε σεργιάνι. Σε λίγο βγαίνουμε στο κεντρικό δρόμο και μας έρχεται η ιδέα να κατεβούμε στα βραχώματα. Φτάνοντας, μια νοσταλγία μας περιβάλλει και οι μνήμες ξεπηδούν από το μυαλό και των δυο μας, πηγαίνουν αρκετά πίσω τότε που η ψυχαγωγία του Σαββάτου των νέων περιελάμβανε αυτή τη βόλτα προς τον Κόλια και το Σοφιανό με ενδιάμεση στάση τα βραχώματα. Δύο μεγάλα βράχια που χρησίμευαν για παγκάκι για όσους ήθελα να ξαποστάσουν ή να σταματήσουν εκεί τη βόλτα τους και να φάνε τα πασατέμπο τους κάτω απ' το φως του φεγγαριού. Εκεί γεννιούνταν τα φλερτ, που άλλοτε εξελίσσονταν σε έρωτες ή έμεναν ανεκπλήρωτα όνειρα. Γέλια, φωνές, τραγούδια ή ψίθυροι, κρυφά φιλιά και κλάματα συνόδευαν τους νέους. Όλα τα είδαν και τα άκουσαν αυτά τα βράχια. Εγώ ήμουν μικρή αλλά θυμάμαι να περπατώ πάνω στη χλιαρή από την ζέστη του καλοκαιριού ράχη τους  ξυπόλητη όλο χαρά. Εκεί πιο δίπλα το εκκλησάκι που το καντήλι του έκαιγε κάθε βράδυ και συντρόφευε τα ατίθασα νιάτα. Σήμερα τα βραχώματα στέκονται εκεί μόνα και λυπημένα και το καντήλι στο εκκλησάκι σβηστό και ξεχασμένο, περιμένοντας κανένα ονειροπαρμένο ζευγάρι σαν κι εμάς να ξαποστάσει στην πλάτη των βράχων και να απλώσει το χέρι να ζωντανέψει τη φλόγα του καντηλιού… 









Τετάρτη 1 Αυγούστου 2018

Αύγουστος στη Μεσορόπη


Αύγουστος στη Μεσορόπη

Αύγουστος είναι το βουητό στο δρόμο,
όπου το χειμώνα περπατούσες μόνος…
και το άραγμα το βράδυ στο Μεσοχώρι,
όπου σε χαιρετάνε όλοι.

Αύγουστος είναι το κρυφτό στη γειτονιά
και το φλαμούρι που μοσχοβολά…
Αλλά και μια παρέα από παιδιά,
που τραγουδούν, όπως παλιά…

Αύγουστος είναι η βόλτα στο μονοπάτι
κι  ένα  πρωινό στον Κόλια καφεδάκι…
Είναι  και η παράκληση στη Παναγία,
είναι του νέου και του παλιού η εκκλησία.

Αύγουστος είναι η βουτιά στο Νιβριό
και του Κλωθώρη το γάργαρο νερό…
Να ‘χει πανσέληνο και να ‘σαι στον Άι Λια,
εκεί που κάθονται τα ζευγαράκια αγκαλιά.

Αύγουστος είναι η συνάντηση με φίλους παιδικούς
κι η βόλτα σε δρόμους γνώριμους…
Αλλά και τ’ αεράκι  που φυσά στις Καστανιές
και ξυπνά αναμνήσεις παιδικές…


Αύγουστος είναι το φως της εκκλησιάς
Τη μέρα της γιορτής της Παναγιάς.
Κι η ανάβαση στο Σταυρό του βράχου,
απ’ όπου έχεις το χωριό στο πιάτο…

Κατά παράφραση των στίχων του Ηλία Κατσούλη

Πέμπτη 14 Ιουνίου 2018

Οδοιπορικό στη Μεσορόπη επεισόδιο 2

Το βίντεο που ακολουθεί είναι μια βόλτα στο αγαπημένο μας χωριό, καταγραμμένη με τα δικά μου μάτια και είναι αφιερωμένο σ' εκείνους τους μεσοροπιανούς που ζουν μακριά από τον τόπο τους και τον νοσταλγούν...




 

Πέμπτη 24 Μαΐου 2018

Ο φωτογράφος της Μεσορόπης, Γιώργος Ευστρατίου ή Μπαμπέζος

Γιώργος Ευστρατίου ή Μπαμπέζος, ο φωτογράφος του χωριού μας…
Ζούμε στην εποχή της ψηφιακής φωτογραφίας και των σέλφις. Οποιαδήποτε στιγμή μας αρέσει την απαθανατίζουμε είτε συνειδητά είτε από συνήθεια. Είμαστε όλοι μας εν δυνάμει « ερασιτέχνες φωτογράφοι», άλλοι περισσότερο  κι άλλοι λιγότερο επιτυχημένοι. Βέβαια αυτό δε μας στερεί το δικαίωμα να κλέβουμε λίγη από τη δόξα των πραγματικών φωτογράφων. Έτσι κι αλλιώς η θέαση και η αιχμαλώτιση της στιγμής είναι καθαρά υποκειμενικό στοιχείο. Το πιο σημαντικό, φυσικά, είναι πως όλα αυτά είναι δωρεάν και το μόνο που χρειάζεται είναι να βρεθούμε την κατάλληλη ώρα στο κατάλληλο μέρος, έστω  και κυρίως τυχαία, και απλά, να βγάλουμε το κινητό από την τσέπη και να πατήσουμε το κλικ. Κι αν η φωτογραφία  δε μας αρέσει, δε χάθηκε κι ο κόσμος υπάρχει και το κουμπί της διαγραφής και πάμε για την επόμενη.
 Όλα αυτά μέχρι πριν μια δεκαετία δεν ίσχυαν. Όποιος ήθελε να ασχοληθεί με τη φωτογραφία, έστω και πειραματικά, έπρεπε να δαπανήσει από τη μια, αρκετά χρήματα σε εξοπλισμό και σε αναλώσιμα υλικά και από την άλλη, άπειρες ώρες αφιερωμένες σε πειραματισμούς και βόλτες για να πετύχει το κατάλληλο πλάνο. Αλλά πάνω απ’ όλα να τρέφει αγάπη για τη φωτογραφία.
Εμείς εδώ στη Μεσορόπη είχαμε την τύχη να κινείται ανάμεσά μας ο δικός μας προσωπικός φωτογράφος. Ο λόγος για το Γιώργο Ευστρατίου, γνωστό σε όλους ως Μπαμπέζο. Άνθρωπος με πολλή αγάπη γι’ αυτό που έκανε και μπόλικη «τρέλα» για να μπορεί να το υποστηρίζει. Ήταν πανταχού παρόν σε όλες τις σημαντικές και ασήμαντες στιγμές του χωριού. Σχολικές γιορτές, παρελάσεις, εκκλησιαστικές γιορτές, έθιμα, στιγμές της καθημερινής ζωής, επαγγέλματα και απόψεις του χωριού είναι μόνο μερικά από τα θέματα της συλλογής του. Με τη φωτογραφική του μηχανή ανά χείρας απαθανάτιζε τα πάντα και τους πάντες, χωρίς να φείδεται κόπου και χρημάτων. Το εντυπωσιακό μάλιστα είναι ότι  δεν ήταν μόνιμος κάτοικος της Μεσορόπης. Μετά εμφάνιζε τις φωτογραφίες κι άλλοτε τις χάριζε απλόχερα κι άλλοτε τις προσέφερε έναντι μικρού αντιτίμου, για να μπορεί να στηρίζει το αγαπημένο του χόμπι. Κανείς δεν μπορούσε να αρνηθεί τη πόζα, όταν με το αφοπλιστικό χαμόγελό του και προταγμένο το φακό του του έκανε την πρόταση να γίνει το μοντέλο του. Πολλές φορές, μάλιστα οι ανυποψίαστοι «ήρωες» του φωτογραφικού του κόσμου  αντιλαμβάνονταν τη συμμετοχή τους, τότε μόνο,  όταν τους έφερνε τυπωμένη τη φωτογραφία με το πρόσωπό τους. Είχε κερδίσει με το σπαθί του τον τίτλο του φωτογράφου του χωριού. Ακόμη και σήμερα για όσους ασχολούνται με τη φωτογράφιση στο χωριό είναι χαρακτηριστική η εξής φράση: «Άντε ένας ο Μπαμπέζος κι ένας εσύ…»
Αν κανείς μελετήσει τις φωτογραφίες του θα καταλάβει ότι κάθε πτυχή της ζωής ενός τόπου μπορεί να αποτελέσει ερέθισμα για απαθανάτιση. Προπάντων, θα διαπιστώσει πόσο έχει αλλάξει το χωριό και πόσος κόσμος έχει φύγει. Μια γλυκιά νοσταλγία πλημμυρίζει, όποιον έχει την τύχη να κρατήσει λίγο στα χέρια του και να παρατηρήσει τις διάφορες σκηνές της μεσοροπιανής αλλοτινής ζωής. Κι επειδή, όπως είπαμε, η οπτική γωνία του κάθε φωτογράφου είναι εντελώς προσωπική υπόθεση και θέαση των πραγμάτων, γίνεται με αυτό το τρόπο αντιληπτός ο χαρακτήρας και ο έρωτας αυτού του ανθρώπου για το χωριό του, την Μεσορόπη. Τον τόπο καταγωγής του, τον οποίο κάθε φορά που τον επισκεπτόταν έπαιρνε ζωή και έμπνευση. Προσωπικά πιστεύω ότι αυτή η αγάπη  για το χωριό και η θέληση να καταγράψει την ιστορία του ήταν και τα ισχυρότερα του κίνητρα, ώστε να πιάσει στα χέρια του το φωτογραφικό φακό.
Ο Μπαμπέζος δεν είναι πια κοντά μας, έφυγε νωρίς. Ευτυχώς όμως πρόλαβε και κληροδότησε ένα κομμάτι από το αρχείο του στο Σύλλογο Μεσοροπιανών της Θεσσαλονίκης. Όλη η νεότερη ιστορία του χωριού μας είναι καταγραμμένη από το φωτογραφικό φακό του ακούραστου εραστή της φωτογραφίας και είμαστε τυχεροί που διασώθηκε. Το κενό που άφησε δυσαναπλήρωτο και οι μνηστήρες πολλοί… διδάξας όμως για μας τους νεότερους, ένας και μοναδικός, ο Γιώργος. Ο τελευταίος μιας εποχής που ζούσε τις στιγμές της και δεν τις παγίδευε μόνο.
Το βίντεο που ακολουθεί είναι αφιερωμένο στη μνήμη του και παρουσιάζει δικές του θεάσεις του αγαπημένου μας χωριού. Ας ρίξουμε κι εμείς μερικές κλεφτές ματιές στο πρόσφατο παρελθόν της Μεσορόπης… Νομίζω ότι κι ο ίδιος θα το χαίρεται από κει ψηλά που βρίσκεται και σίγουρα μας βλέπει…



Πέμπτη 10 Μαΐου 2018

Ο Μάης και ο μικρός παράδεισος της Μεσορόπης


Ο Μάης έχει μυστικά ερμηνεύει ο Παντελής Θαλασσινός και για μένα αυτά τα μυστικά ταυτίζονται με τα μυστικά της φύσης που περιβάλλει τη Μεσορόπη. Ο Μάης είναι ο μήνας που το χωριό στην αγκαλιά του Παγγαίου φορά τα ‘γιορτερά’ του και υποδέχεται κάθε επισκέπτη. Παραδοσιακά η Πρωτομαγιά εγκαινιάζει την εποχή που ο κόσμος ξεκινά να επισκέπτεται το χωριό για να απολαύσει τα φυσικά του κάλλη. Δέντρα, λουλούδια,  νερά αρμονικά πιασμένα χέρι χέρι στο χορό της άνοιξης. Το πράσινο κυριαρχεί σε όλες τις αποχρώσεις του και τα πουλιά στήνουν γιορτή.
                Λόγω της φυσικής θέσης του μαγαζιού μας στο χωριό η επαφή με τον κόσμο είναι δεδομένη και η τάση για φιλοξενία, εγγεγραμμένη στο dna των μεσοροπιανών μας κάνει να προσφέρουμε  εκτός από πληροφορίες και κανένα καφέ ως κέρασμα στους επισκέπτες. Έτσι, γνώρισα την ημέρα της Πρωτομαγιάς και τα τρία κορίτσια από τη Θεσσαλονίκη, τη Δαμιάνα, τη Δάφνη και τη Μαρία. Ενδιαφέρουσα γνωριμία για μένα και ακόμη πιο ενδιαφέρουσα η πληροφορία ότι την επίσκεψή τους την χρωστούν στο συγκεκριμένο μπλογκ. Τα κορίτσια μου έκαναν παρέα και στο τέλος τίμησαν και τα τοπικά προϊόντα που φτιάχνουμε με τα χέρια μας (λικέρ, βαλσαμικό ξίδι, πρωτότυπες μαρμελάδες κ.α.) δηλώνοντας  ξεκάθαρα την ικανοποίηση για την πρωτοτυπία των γεύσεων. Τις ευχαριστώ γι’ αυτό.
                Και επειδή η Πρωτομαγιά είναι η έναρξη της σεζόν για το χωριό, όπως είπαμε, πέντε μέρες αργότερα μια ομάδα 100 ατόμων επισκέφτηκε το χωριό μας, με κίνητρο την ανάβαση στο μονοπάτι για τη Βοσκόβρυση και φυσικά την αγάπη για το φυσικό πλούτο του Παγγαίου. Εμείς με παρότρυνση της Νάντιας, φτιάξαμε μία παρουσίαση των τοπικών προϊόντων μας – άλλος φτιάχνει σπιτικό ψωμί ,άλλος μαρμελάδες, άλλος γλυκά του κουταλιού, άλλος λουκάνικα, άλλος πρωτότυπες ξύλινες τσάντες και εμείς όσα προαναφέρθηκαν. Στήσαμε μια υποδοχή στην είσοδο του χωριού και κεράσαμε τους επισκέπτες μας. Αυτοί το χάρηκαν και το εκτίμησαν και φυσικά μας τίμησαν αγοράζοντας, ό,τι άρεσε στον καθένα.
                Αυτό που μου έκανε εμένα εντύπωση στην επαφή με τον κόσμο είναι η ικανοποίηση και ο ενθουσιασμός για την ομορφιά του χωριού και του βουνού. Αν βλέπατε πώς σπίθιζαν τα μάτια τους, καθώς κατέβαιναν από το βουνό ή από τη βόλτα τους στα σοκάκια του χωριού θα καταλαβαίνατε ότι δεν είναι υπερβολικά αυτά που περιγράφω. Έρχομαι, λοιπόν, να τονίσω την αξία του, που εμείς οι ντόπιοι συνεχώς ξεχνάμε, ίσως επειδή θεωρούμε δεδομένο τον τόπο μας. «Ζείτε  σ’ έναν μικρό παράδεισο, αυτό να το θυμάστε» ήταν τα λόγια κάποιου περαστικού «να αγαπάτε τον τόπο σας και να τον προσέχετε» συμπλήρωσε με χαμόγελο. Κάπου εκεί εγώ κούνησα το κεφάλι μου και σκέφτηκα πόσο δίκιο είχε. Οφείλουμε να αγαπάμε και να προσέχουμε τον τόπο μας, επαναλαμβάνω. Σε μας ντόπιους αναφέρομαι τώρα. Την επόμενη φορά, λοιπόν, που θα πάτε να πετάξετε ένα σκουπίδι στο ρέμα ή να κόψετε ένα δέντρο, που δεν είναι ξερό σκεφτείτε το διπλά. Ο μικρός μας παράδεισος για να συνεχίσει να υπάρχει, χρειάζεται την προσοχή και το ενδιαφέρον όλων μας. Με αγάπη Μαρία...
               

Τετάρτη 25 Απριλίου 2018

Παιχνίδια στις γειτονιές της Μεσορόπης



Παιχνίδια στις γειτονιές της Μεσορόπης
Κυριακή απόγευμα, κάθομαι έξω απ’ το μαγαζί μου στο Φλαμούρι και δίπλα μου κάθονται καμιά δεκαριά πιτσιρίκια, αγόρια και κορίτσια ηλικίας από 9 ως 17, τα βλέπω σκυμμένα πάνω απ’ τα κινητά και τρελαίνομαι.
Η μνήμη μου πάει πίσω στην δική μας εποχή και τα παιχνίδια που κάναμε κάθε απόγευμα σε διαφορετικές γειτονιές κατά καιρούς με τους φίλους μου.Ενδεικτικά αναφέρω μερικούς (η Μαρία, Ο Γιάννης, ο μεγάλος , ο Βαγγέλης, η Μεταξία, η Σούλα, ο Γιώργος, ο άλλος  Γιάννης, ο μικρός, η Κασιανή, ο Φώντας, η Στάσα, ο Νίκος,ο άλλος Γιώργος, ο ντιούξ, ο Δημήτρης, ο Θοδωρής, η Κατερίνα, ο άλλος Θοδωρής και  ένας ακόμη Γιώργος,ο ζωηρούλης. Σ’ αυτούς, βἐβαια  έρχονταν να προστεθούν και μια σειρά άλλοι που έρχονταν από τη Θεσσαλονίκη τα Σαββατοκύριακα και στις διακοπές να εμπλουτίσουν το «παιδικό»  δυναμικό, η Αλεξάνδρα, η Έλενα, η Χαριτίνη, η Παρθένα, η Πηνελόπη, η Παγώνα, ο Βασίλης, η Σπυριδούλα,η Ελευθερία, η Λένα, η Μίνα(ας με συγχωρήσουν κάποιοι, αν τους ξεχνώ).
Άλλες φορές παίζαμε στην αυλή του Δημοτικού σχολείου –που τότε ήταν μόνο χώμα- κουτσό, σκλαβάκια, πινακωτή και φυσικά ποδόσφαιρο. Χωρισμένοι σε αγόρια και κορίτσια, πανηγυρίζαμε για τα γκολ που βάζαμε, με τρόπο που μόνο τα παιδιά ξέρουν. Αργότερα, στον ίδιο χώρο, όταν μας έφεραν δύο ολοκαίνουριες μπασκέτες , ανακαλύψαμε το μπάσκετ και μαζί έναν σωρό από παιχνίδια, όπως ρολόι, ψείρες, διαγωνισμούς τριπόντων και άλλα πολλά. Άλλες φορές, παίζαμε  στο Άγαλμα τζαμί, μηλάκια  και μόλις σουρούπωνε κρυφτό. Άλλες φορές εκεί στο μασγίρ’, παίζαμε κλέφτες και αστυνόμους. Εκεί, όπου έμενε μια θεία, με το χαρακτηριστικό όνομα Τερψιθέα, που δε μας συμπαθούσε και πολύ και φυσικά ούτε κι εμείς. Σαν παιδιά λοιπόν σκανταλιάρικα καθώς τρέχαμε, δίναμε μια την σιδερένια πόρτα της και γινόμασταν καπνός, πριν εμφανιστεί κι αρχίσει τις φωνές. Γέλια, παιδικές κραυγές, χαρά για τη νίκη  πλημμύριζαν τις γειτονιές.
                Αλλά αυτό που θα μου μείνει αξέχαστο ήταν το βόλεϊ που παίζαμε έξω από το μαγαζί της κυρά – Λεμονιάς. Δε θυμάμαι πως έγινε η αρχή. Θυμάμαι έναν αυτοσχέδιο φιλέ από σκοινί, δεμένο στο μετρητή  της ΔΕΗ από τη μια και στο στύλο της ΔΕΗ από την άλλη –μάλλον θα μπορούσε να θεωρήσουμε τη ΔΕΗ χορηγό μας- που χώριζε το γήπεδο σε δύο μέρη. Το ραντεβού καθημερινό στις  5 μ.μ. περίπου, οι ομάδες προκαθορισμένες και το ματς άρχιζε και κρατούσε μέχρι την ώρα που δε βλέπαμε πια ούτε το σκοινί ούτε την μπάλα. Παιχνίδι μέχρι τελικής πτώσεως. Πολλές φορές έπαιζε μαζί  και ο κύριος Κώστας , ο άντρας της κυρίας Λεμονιάς που είχε το μαγαζί, και ήταν και καλός παίκτης. Εκεί να δεις γέλια και χαρές. Μια αγκαλιά παιδιά που μαλώναμε για τη μπάλα και σε πέντε λεπτά τα ξεχνούσαμε όλα.
Αυτά ξεπήδησαν από τα βάθη της μνήμης μου, εκείνη την Κυριακή το απόγευμα και σε μια στιγμή στη θέα μιας πορτοκαλί μπάλας γεννήθηκε η ιδέα…  Ξύπνησε το παιδί που κοιμόταν μέσα μου και με μιας σηκώθηκα μάζεψα τα παιδιά, έφερα ένα σκοινί και όπως παλιά, αυτή τη φορά στο Φλαμούρι, ξανάρχισε το παιχνίδι….
Το εντυπωσιακό ήταν ότι η πλειονότητα των παιδιών ανταποκρίθηκε αμέσως. Και κάπως έτσι αποδείχτηκε, ότι  η διάθεση για παιχνίδι κρύβεται στη ψυχή κάθε παιδιού. Κανένα ψηφιακό παιχνίδι δεν είναι πιο δυνατό από το πραγματικό παιχνίδι στην γειτονιά.  Αυτό που χρειάζεται είναι ένα κίνητρο για να ζωντανέψει.  
Από την ψηφιακή εποχή κρατάμε μόνο της φωτογραφίες που μας έβγαλε χθες η Σπυριδούλα, που έτυχε να περνά την ώρα που παίζαμε βόλεϊ και την ευχαριστώ γι’ αυτό.
Και φυσικά τη δυνατότητα που μου δίνει το διαδίκτυο να μοιραστώ τις αναμνήσεις και τις σκέψεις μου μαζί σας…






Κυριακή 15 Απριλίου 2018

Σάββατο 7 Απριλίου 2018

Μεσορόπη, Μέγα Σάββατο

Ν. Λύτρας, Στο μαγειρείο, 1872
Μέγα Σάββατο

Στο άκουσμα της

Μια μόνο φράση εντυπωμένη στο μυαλό από τα παιδικά μου χρόνια, βγαλμένη από τα πατρικά χείλη:

" Όλα τα Σάββατα κατηλεί λάδ' , μο το Μέγα Σάββατο δε κατηλεί..."

Η σπουδαιότητα της μέρας, διατυπωμένη με τον πιο περιεκτικό τρόπο...

Καλή Ανάσταση σε όλους
7/4/2018

Κυριακή 25 Μαρτίου 2018

25η Μαρτίου, Μεσορόπη



«Στς  τυραννίας  τά παληά, πί Τουρκίας χρόνια
στς Μεσωρόπης τά βουνά, στά κρύα καί στα χιόνια,
πλαρχηγοί λεοντόκαρδοι κντάρτες τριγυρνοσαν
γιά τς πατρίδας τήν τιμή, τά κρύα ψηφοσαν.

Μεσωρόπη, τερπνή καί λλοτε καί τώρα
εναι κοιτίς λληνισμο, θεσμν πατρίων χώρα.»

                                                                                                                               Θωμάς Γκίσδαβος
                                                Κλητήρ Κοινότητος Μεσωρόπης


Τρίτη 20 Μαρτίου 2018

Ο περιπτεράς της Μεσορόπης, Γιώργος Μαρούδας

Ο περιπτεράς της Μεσορόπης, Γιώργος Μαρούδας

Στη μικρή κοινωνία κάθε χωριού, υπάρχουν εστίες που επιδρούν στην κοινωνική ζωή του. Έτσι και στη Μεσορόπη, η εκκλησία, η κοινότητα, το σχολείο, η αγορά ήταν ζωντανά στοιχεία της. Πόσο μάλλον τα πρόσωπα που σχετίζονταν με αυτά, ο παπάς, ο γραμματέας, ο δάσκαλος αλλά και ο ψιλικατζής, ο φούρναρης, ο κουρέας και ο περιπτεράς.
φώτο Λουκάς Κόνιας
Σήμερα οι περισσότεροι απ’ αυτούς τους ανθρώπους έχουν πεθάνει ή έχουν αποσυρθεί από την ενεργό δράση. Ωστόσο, σημάδεψαν με την παρουσία τους τον τόπο και κυρίως τις γενιές από τριάντα και πάνω κι αξίζει να τους θυμόμαστε.
Ένας τέτοιος χαρακτηριστικός τύπος ήταν και ο περιπτεράς, Γιώργος Μαρούδας. Η φυσική θέση του περιπτέρου, στο Μεσοχώρι, τον καθιστούσε σήμα κατατεθέν του χωριού για μικρούς και μεγάλους. Επρόκειτο για ένα έξυπνο άτομο, που πολλές φορές ηθελημένα παρίστανε τον κουτό, έναν καπάτσο έμπορο τόσο, ώστε να πετυχαίνει το σκοπό του, την προώθηση των προϊόντων του. Μα πάνω απ’ όλα πρόθυμος υπηρέτης όλων. Για κάθε υπόθεση έβρισκε μια λύση και έναν τρόπο να σε εξυπηρετήσει, όσο το δυνατόν καλύτερα. Φυσικά, δεν του έλειπε το χιούμορ και μια λαϊκή θυμοσοφία, που πήγαζε από την πείρα του στη ζωή και την επαφή με τον πολύ κόσμο.
Προσωπικά, έχω πολλά να θυμάμαι απ’ αυτόν το συμπαθή Κύριο, που όλοι, μικροί, μεγάλοι  τον φώναζαν Μαρούδα κι εκείνος απαντούσε με πολύ χιούμορ: «Σας παρακαλώ, κύριε Μαρούδα». Καθώς έζησε μέχρι σχεδόν τα 100 χρόνια, μεγαλώσαμε μαζί, κι οι αναμνήσεις είναι πολλές.
Όπως κάθε παιδί , λοιπόν, έτσι κι εγώ κάθε απόγευμα έπαιρνα το χαρτζιλίκι μου και έτρεχα μαζί με τους φίλους μου να αγοράσω τα αγαπημένα μου γλυκίσματα, σοκολάτες, καραμέλες και προπάντων μαστίχες. Εκείνος, μόλις μας έβλεπε, χαμογελούσε και έσπευδε να μας εξυπηρετήσει, πειράζοντάς μας με διάφορα αστεία. Αυτά για τον χειμώνα, γιατί, μόλις άρχιζε ο καιρός να ζεσταίνει, το μυαλό μας πήγαινε κατευθείαν, στο βασιλιά των γλυκών, το παγωτό. Τότε, ήταν που έβρισκε τον μπελά του, αφού κάθε μέρα διατυπώναμε το αιώνιο ερώτημα: «Πότε, επιτέλους θα φέρεις παγωτά;» Εκείνος ακούραστος μας απαντούσε όλο νόημα: «Παγωτά θα φάτε το Πάσχα, γιατί από τώρα θα αρρωστήσετε και ποιος ακούει τους γονείς σας;» Ασχέτως, αν το Πάσχα έπεφτε Μάρτιο, Απρίλιο, Μάιο ήταν η μέρα ορόσημο για την αγορά παγωτού. Την Κυριακή του Πάσχα, λοιπόν, με το σχόλασμα της εκκλησίας ξεχυνόμασταν στην πλατεία για να δοκιμάσουμε το καινούριο παγωτό της χρονιάς. Εκείνος πιστός βοηθός καθόταν δίπλα μας για να μας δώσει το παγωτό που δε φτάναμε να πιάσουμε, ακόμα κι αν μπαίναμε ολόκληροι μες στο ψυγείο.
Κάποτε, όταν νέος έχασε τη γυναίκα του και έμεινε μόνος του, αφού τα παιδιά του βρίσκονταν μακριά και δεν μπορούσαν να είναι συνέχεια κοντά του, μερικές γυναίκες του χωριού, κάθε φορά που μαγείρευαν κάτι καλό, έστελναν κι ένα πιάτο ζεστό σπιτικό φαγητό στον φίλο τους, τον Μαρούδα. Η μαμά μου που ήξερε την ιδιαίτερη αγάπη του για τα γλυκά, πάντα χώριζε ένα κομμάτι νόστιμο γλυκό για να του το προσφέρει με χαρά. Και φυσικά ο μεταφορέας με το «γλυκό ταπεράκι» δεν ήταν άλλος από μένα. Δε θα ξεχάσω, πώς φώτιζε το πρόσωπό του, μόλις το αντίκριζε. Μάλιστα, πολλές φορές, ενώ δεν  το συνήθιζε, μου έχωνε κρυφά στη τσέπη την αγαπημένη μου μαστίχα.
Τρία ήταν τα αγαπημένα του πάθη, όπως έλεγε ο ίδιος: « το περίπτερο, η εκκλησία και η τοπική ποδοσφαιρική ομάδα, Μέγας Αλέξανδρος». Το περίπτερο, που έπρεπε να είναι συνεχώς ανοιχτό -ήταν βλέπετε επαγγελματίας -, συχνά του στερούσε την παρουσία του απ’ τ’ άλλα δύο. Και καλά η εκκλησία ήταν δυο βήματα από την πλατεία και κατάφερνε να ξεκλέβει λίγο χρόνο για να παρευρίσκεται στις λειτουργίες, οι αγώνες όμως της τοπικής ομάδας γίνονταν στο γήπεδο, το οποίο βρίσκονταν έξω απ’ το χωριό και ήταν δύσκολο να απομακρυνθεί από το περίπτερο του. Όταν τα παιδιά και τα εγγόνια ερχόταν τις Κυριακές και μπορούσαν να τον αντικαταστήσουν για λίγο, ήταν μες στη χαρά και έτρεχε κατευθείαν στο γήπεδο. Αργότερα, πάλι, όταν αυτοί έλειπαν κι εγώ είχα μεγαλώσει τόσο, ώστε να με εμπιστεύεται, άφηνε εμένα στο περίπτερο, κάτι που προσωπικά με γέμιζε ευχαρίστηση. Καθόμουν στο θρόνο του και σοβαρή σοβαρή εξυπηρετούσα την πελατεία και το συγύριζα με προσοχή και προθυμία, λες κι ήταν δικό μου. Κάθε φορά, που επέστρεφε με κερνούσε κι ένα γλύκισμα της αρεσκείας μου, ως ανταμοιβή για τις υπηρεσίες μου.
Δεν ήταν μορφωμένος, αλλά διέθετε μια λαϊκή και απλοϊκή σοφία, που μόνο λίγοι παλιοί άνθρωποι εκείνης της εποχής είχαν και που σήμερα δύσκολα συναντά κανείς. Κάθε φορά που κάποιος «έξυπνος μεσοροπιανός» τον περιγελούσε για κάποια πράξη του, λέγοντας του: « Ε, Μαρούδα, δεν έχεις μυαλό;» Εκείνος κουνούσε το κεφάλι του και απαντούσε: « Τι να το κάνω, ρε το μυαλό, μυαλό έχουν και τα κατσίκια, γνώμη δεν έχουν…» Και τον αποστόμωνε μια και καλή!
Έζησε πολλά χρόνια, έβλεπε Μεσοχώρι να αλλάζει, έβλεπε το χωριό να αλλάζει, έβλεπε τους ανθρώπους να αλλάζουν, να έρχονται και να φεύγουν. Εκείνος, όμως πιστός στο καθήκον, φύλακας και προστάτης της πλατείας. Προς το τέλος της ζωής του κι ενώ είχε αποχαιρετήσει σχεδόν όλους τους συνομήλικους φίλους του, αναγκάστηκε για χωροταξικούς λόγους να χάσει και τη προνομιακή θέση του στην πλατεία και να μετακινηθεί 30 μέτρα πιο πάνω. Τότε δε μίλησε, αλλά τα μάτια του πρόδιδαν την πίκρα και την απογοήτευση που ένιωσε, λες και μετατοπίστηκε από το επίκεντρο της  ζωής της πλατείας. Απόλυτα ρεαλιστής και με αρκετή δόση φλεγματικού χιούμορ έλεγε : «Τι περιμένω εγώ εδώ τώρα; Εμένα η θέση μου είναι κει κάτ’», εννοώντας τα νεκροταφεία. Έπειτα από λίγο καιρό έφυγε, πλήρης ημερών εκπληρώνοντας την επιθυμία του. Και κάπως έτσι άφησε άδεια το θρόνο του στο περίπτερο, τη θέση του στο γήπεδο και το στασίδι του στην εκκλησία. Αυτό το τελευταίο είδα προχθές και η μνήμες μου ξύπνησαν, δίνοντας μου κίνητρο να τις αποτυπώσω στο χαρτί, σαν ταπεινή μνεία. Για έναν άνθρωπο που δεν ήταν συγγενής μου, θύμιζε όμως, γιατί οι αναμνήσεις δεν κοιτούν συγγένειες, αλλά βασίζονται στην ζεστή επαφή με ανθρώπους διαφορετικά ξεχωριστούς για τον καθένα μας.

φώτο Λουκάς Κόνιας


Σάββατο 17 Φεβρουαρίου 2018

Σκέψεις σχολικής ζωής...


          
        Η απόφαση για τη συγχώνευση ενός σχολείου είναι κατεξοχήν θέμα εκπαιδευτικής και κοινωνικής πολιτικής. Εγώ δε θα σταθώ στην ορθότητα της απόφασης αυτής, καθώς δεν θεωρούμαι αρμόδια. Αυτό που νομιμοποιούμαι όμως να κάνω είναι να εκφράσω τις σκέψεις μου και τα συναισθήματα μου τώρα περίπου 10 χρόνια μετά την συγχώνευση του δημοτικού σχολείου Μεσορόπης στο Δημοτικό Σχολείο Μελισσοκομείου, έχοντας ζήσει το πριν και το μετά.
Το σχολείο είναι σημείο αναφοράς για την κοινωνία ενός μικρού χωριού. Αποτελεί κοιτίδα πολιτισμού και πρόσληψης γνώσεων όχι μόνο για τα παιδιά που φοιτούν σ’ αυτό αλλά και για όλους τους κατοίκους του.
Θυμάμαι, κάθε πρωί που πηγαίναμε στο σχολείο και ο δρόμος μας περνούσε από τα σπίτια κάποιων γιαγιάδων, την ώρα που σκούπιζαν τις αυλές τους, με πόση χαρά μας καλημέριζαν. Μάλιστα κάποιες από αυτές είχαν στις τσέπες τους καραμέλες για να μας τις δώσουν να τις φάμε την ώρα του διαλείμματος. Το μεσημέρι, πάλι που επιστρέφαμε στο σπίτι, ένας παππούς μας περίμενε πάντα καθισμένος στο παγκάκι, εκεί στο Άγαλμα και μας ρωτούσε γεμάτος λαχτάρα: «Τι μάθατε σήμερα, παιδούδια μ΄, στο σχολείο; Πείτε κι μένα να μάθω». Κι εμείς του λέγαμε
ό, τι μας ερχόταν στο μυαλό -αλήθειες και ψέματα - και βλέπαμε την ικανοποίηση ζωγραφισμένη στο βλέμμα του.
Όταν πάλι ξεκινούσε η χρονιά όλο το χωριό βρισκόταν σε αναστάτωση, να υποδεχθεί τους καινούργιους δασκάλους, να μάθει αν είναι καλοί και αν θα μείνουν για χρόνια ή είναι αναπληρωτές. Υπήρχαν δάσκαλοι  που ήρθαν ανύπαντροι και έφυγαν παντρεμένοι ή έμειναν εδώ για πάντα, γιατί ερωτεύτηκαν τον τόπο και τους ανθρώπους του.
Κάθε φορά που η καμπάνα χτυπούσε για μια μεγάλη γιορτή, οι γιαγιάδες κοιτούσαν την πόρτα της εκκλησίας ανυπομονώντας, για την ώρα που θα έμπαινε σύσσωμο το πλήρωμα του δημοτικού σχολείου. Έτσι γέμιζε η εκκλησιά φωνές και παιδική ζωηράδα και έπαιρνε άλλο χαρακτήρα η γιορτή. Θυμάμαι, με πόση περηφάνια παρελαύναμε στις εθνικές επετείους, καμαρωτοί μαθητές μπροστά απ’ το Μεσοχώρι, όπου συγκεντρώνονταν ο μεγάλος όγκος του πλήθους να μας χειροκροτήσει. Όλοι είχαν, δεν είχαν παιδιά εκείνη την ημέρα κατέβαιναν να γιορτάσουν και να ακούσουν τα ποιήματα τα αφιερωμένα στους μεγάλους ήρωες της πατρίδας. Κι εμείς οι μαθητές γεμάτοι τρακ προσπαθούσαμε να δώσουμε τον καλύτερο μας εαυτό.


Μια χρονιά μάλιστα, για την επέτειο του 1940 ανεβάσαμε μια θεατρική παράσταση με τίτλο «Ελληνίδες του ’40». Ήμαστε στην ε΄ τάξη και ήταν η πρώτη φορά που θα παίζαμε θέατρο. Περιττό να περιγράψω τον ενθουσιασμό μας. Αφιερώσαμε άπειρες ώρες, θυσιάσαμε ακόμη και τις απογευματινές ώρες του παιχνιδιού, που ήταν ιερές για μας. Όλο το χωριό συμμετείχε στην προετοιμασία, άλλοι μας βοήθησαν στα ενδυματολογικά βγάζοντας από τα μπαούλα τους παραδοσιακές φορεσιές, φουστάνια νυφικά και κουστούμια γαμπριάτικα και άλλοι μας βοήθησαν στο στήσιμο των σκηνικών, προσφέροντας ξύλα, έπιπλα, χαλιά και άλλα υλικά. Την ημέρα της παράστασης, η αίθουσα ασφυκτιούσε από κόσμο, ήταν το γεγονός της χρονιάς. Κατά τη διάρκειά του, επικρατούσε απόλυτη σιγή, όλοι ήταν αφοσιωμένοι, άλλοι έκλαιγαν από συγκίνηση και το τελικό χειροκρότημα δεν έλεγε να σταματήσει. Για πολύ καιρό ήταν το θέμα συζήτησης στα καφενεία και στους χωρατάδες.
Άλλο σημείο αναφοράς, ήταν η αυλή του σχολείου, αποτελούσε τόπο απογευματινής συγκέντρωσης για παιχνίδι. Τα παιχνίδια άλλαζαν από καιρό σε καιρό. Άλλοτε παίζαμε ποδόσφαιρο χωρισμένοι σε ομάδες αγοριών και κοριτσιών κι όταν τα κορίτσια νικούσαμε εκεί γινόταν χαμός. Άλλοτε, φτιάχναμε σπίτια, άλλοι κάτω απ’ τις ελιές, άλλοι κάτω από τα πεύκα και άλλοι στην αυλή της Αγίας Κυριακής, σκουπίζαμε, μαγειρεύαμε, κάναμε επισκέψεις ο ένας στον άλλο, όλα αυτά με πράγματα της φύσης και αντικείμενα που βρίσκαμε στην αυλή του αγαπημένου μας σχολείου.

Το αγαπούσαμε το σχολείο, το φροντίζαμε σαν το σπίτι μας, το σεβόμασταν. Όταν μας έφερναν ξύλα για τις σόμπες του σχολείου, γινόμασταν μια αλυσίδα και τα βάζαμε στην αποθήκη στο άψε σβήσε και όταν τελείωναν τα προσανάμματα, πηγαίναμε εκδρομή στον Προφήτη Ηλία και μαζεύαμε σουσούρες από τις πλαγιές του βουνού.
Στις ονομαστικές γιορτές των δασκάλων στήναμε ολόκληρες συνομωσίες για να πάρουμε κρυφά δώρο και να τους κάνουμε έκπληξη. Οι δάσκαλοι πάλι έπαιζαν μαζί μας στην αυλή καμάρα, λάστιχο, ποδόσφαιρο και μηλάκια.
Την μεγάλη σημασία της παρουσίας ενός δημοτικού σχολείου σε μια τοπική κοινότητα δεν την συνειδητοποιούν όλοι, όταν αυτή θεωρείται δεδομένη. Όταν όμως το σχολείο κλείνει γίνεται ευρύτερα αντιληπτό ότι ένα κομμάτι του χωριού ξαφνικά σταματά να ζει. Τα παιδιά συνεχίζουν να πηγαίνουν σχολείο, αλλά οι αναμνήσεις τους απ’ αυτό δεν πρόκειται να συνδεθούν πότε πια με τον τόπο, όπου ζουν, γιατί απλά πηγαίνουν σχολείο σ’ έναν ξένο γι’ αυτά τόπο. Οι αναμνήσεις των παλιών γενιών θα ζωντανεύουν για λίγο καιρό ακόμη στις κουβέντες τους. Άνθρωποι ηλικίας από 30 μέχρι 100 έχουν ακόμη κάποιες ιστορίες να διηγηθούν για τη σχολική ζωή της Μεσορόπης. Για πόσο ακόμη;