Τετάρτη 16 Αυγούστου 2017

Οδοιπορικό στο μονοπάτι της Μεσορόπης

Το μονοπάτι της Μεσορόπης ανοίχτηκε από το Δασαρχείο Καβάλας του 2006. Από τότε πέρασαν 11 χρόνια κι εγώ κάθε καλοκαίρι προσπαθούσα να οργανώσω την παρέα για να το περπατήσω. Κάθε φορά όμως μια αναποδιά ακύρωνε την προσπάθεια κι εγώ έμενα σαν το παππού του Βιζυηνού στο «Μόνον της ζωής μου ταξείδιον» να ονειρεύομαι τη διαδρομή! Και να που τελικά τα κατάφερα παραμονή Παναγιάς (14/8/2017) και μάλιστα με πολύ καλή και ταιριαστή παρέα. Αναχώρηση στις 5.30 το πρωί από το Φλαμούρι, όλοι στην  ώρα μας, Γιάννης, Χρήστος, Μαρία, Δημήτρης, Μαρία κι ο Θοδωρής λίγο πιο πάνω, έξω απ’ το σπίτι του σ’ αναμμένα κάρβουνα για το πότε θα φανούμε. Όλοι ορεξάτοι και ενθουσιώδεις, με τα σακίδια στην πλάτη, τις φωτογραφικές μηχανές και τα κινητά ανά χείρας για να απαθανατίσουμε τις στιγμές μας μέσα στη φύση.


Ακόμη, δεν είχε ξημερώσει και το σκοτεινό τοπίο φάνταζε απόμακρο και «φοβιστικό». Εμείς ξεκούραστοι ακόμα χαζογελούσαμε και κάναμε «μουχαμπέτια» περπατώντας. Μετά την πρώτη γέφυρα είχαμε το πρώτο απρόβλεπτο γεγονός, ο Χρήστος «έπαθε λάστιχο», αλλά ο Θοδωρής, το καλύτερο Βουλκανιζατέρ είχε μαζί του τα κατάλληλα υλικά για να μερεμιτίσει το παπούτσι που ξεκόλλησε και να σώσει την κατάσταση.

Επόμενη στάση για ξεκούραση  σ΄ ένα από τα  παγκάκια τις διαδρομής  δίπλα σε μια ταμπέλα, που μας θύμιζε ότι είχαμε ακόμα 3640 μ. αλλά εγώ δεν είχα καν συνειδητοποιήσει τη σημασία της, καθώς έψαχνα για την κατάλληλη πόζα για φωτογραφία. Ξεκίνημα με γέλια και φωνές και μετά από καμιά 200-300μ. κι αφού είχα ανέβει μια σειρά από σκαλοπάτια, διαπιστώνω ότι ξέχασα το ζουπανίκο( μπαστούνι) δίπλα στο παγκάκι. Άντε πάλι κάτω τρέχοντας +600μ. κι αν τώρα δε φαινόταν η επιπλέον διαδρομή, σας διαβεβαιώνω ότι φάνηκε πολύ αργότερα και πολύ έντονα.

                Στη συνέχεια της διαδρομής, το τοπίο τόσο μαγευτικό που δε ξέραμε τι να πρωτοκοιτάξουμε και τι να πρωτοαιχμαλωτίσουμε στο φακό μας. Τεράστιοι βράχοι, εντυπωσιακοί καταρράκτες, πανύψηλα δέντρα και δέντρα με καρπούς (δαμασκηνιές, κρανιές, ζαμπούκο)  μας συνόδευαν σε όλη τη διαδρομή. Κι ο Χρήστος κολλημένος με τα δαμάσκηνα να τα δοκιμάζει όλα και να ξινίζεται. Εγώ κι ο Δημήτρης το μάτι μας γυάλισε μόλις είδαμε τις κρανιές. Λικέρ από κράνα το καλύτερο αναφωνήσαμε ταυτόχρονα κι άντε να ψάχνουμε σακούλα εναγωνίως για να μαζέψουμε, όσα μας άφησε ο Θοδωρής που ήθελε να τα φάει όλα… κι έχω κι απόδειξη τη φωτογραφία παρακάτω…




                Η διαδρομή ανηφορική και κουραστική, εγώ να τα ‘χω παίξει  κάποια στιγμή σε μια άλλη ξύλινη γέφυρα, ο Θοδωρής που εκτός από Βουλκανιζατέρ αποδείχτηκε και ψιλικατζίδικο βγάζει ένα κρουασάν κι μας το μοιράζει, δίνοντας πρώτα σε μένα. Προφανώς είδε το χάλι μου. Κι εκεί που πήρα λίγο τα πάνω μου, βλέπω δίπλα μου τη ταμπέλα να γράφει 2.140μ. και με πιάνει κατάθλιψη. Ωστόσο, συνέχισα τη διαδρομή με πείσμα. Εξάλλου 11 χρόνια το περίμενα.
                Πέρασα άλλες δύο τέτοιες βασανιστικές ταμπέλες να μου υπενθυμίζουν πόσο δρόμο έχω ακόμη και να μου βγαίνει η γλώσσα. Αλλά τα κατάφερα, καθώς είχα και το Δημήτρη να με εμψυχώνει σε τακτά χρονικά διαστήματα.. Τελικά έφτασα στη «Ιθάκη», στο Σπήλαιο και απλώθηκα φαρδιά, πλατιά στα χόρτα. Τότε, είδα μπροστά μου τους πέτρινους γίγαντες να υψώνονται και άρχισα να φιλοσοφώ, σκεπτόμενη που θέλουν άραγε να φτάσουν αιώνες  τώρα… Είδα τα δέντρα να ανταγωνίζονται τα βράχια σε ύψος και το κρυστάλλινο νερό να βγαίνει αστείρευτο μέσα από τη σπηλιά.












                Αφού ο Θοδωρής με τη Μαρία εξερεύνησαν τη σπηλιά και βγήκαμε την καθιερωμένη selfie, αρχίσαμε την κάθοδο, προς άγραν σκιερού μέρους για να κάνουμε το πικ νικ μας.


 Τελικά, καθίσαμε κάτω από τις οξιές και τη στήσαμε την καρό κουβέρτα. Το μενού κλασικό, ντομάτα, αγγούρι, τυρί, αβγό βραστό, σαρμαδάκια, πιπέρια τηγανιτά, χορτόπιτα, βιολογικό σταφύλι από το αμπέλι του Θοδωρή και φυσικά τσιπουράκι για να πάρουν μπρος  οι μηχανές. Ο Γιάννης που δεν ήθελε να φάει, τον πήρε ένα «νουμπέτι»(*κοιμήθηκε) για να ξεκουραστεί.



                Έτσι πήραμε δυνάμεις και αρχίσαμε να κατηφορίζουμε. Κλασικά, ο Χρήστος έπαθε κι άλλο λάστιχο (ξεκόλλησε και το άλλο παπούτσι) αλλά ο Θοδωρής είχε προβλέψει και γι’ αυτό, είχε κι άλλο κορδόνι μαζί του. Είμαστε όλοι τόσο ξεθεωμένοι σωματικά αλλά και τόσο χαρούμενοι και αναζωογονημένοι ψυχικά, που μικροατυχίες και γλιστρήματα δε ήταν ικανά να μας χαλάσουν τη διάθεση.
                Κατεβαίναμε, λοιπόν και κατεβαίναμε, ώσπου φτάσαμε σ’ έναν τόσο εντυπωσιακό καταρράκτη, που με τίποτα δεν μπορούσαμε να συγκρατήσουμε το Θοδωρή, να μην κατεβεί και να βγάλει φωτογραφία, από ένα επικίνδυνο μονοπατάκι, μαζί κι οι άλλοι δυο τρελοί ο Χρήστος και η Μαρία. Εγώ κι ο Δημήτρης κάναμε πίσω, γιατί προσωπικά φημίζομαι για τις τούμπες μου στο βουνό. Κι αφού τα παιδιά φωτογραφίστηκαν και έπιασαν καραβίδες, συνεχίσαμε την κάθοδο.



Τελευταία στάση, σ’ ένα δροσερό παγκάκι-τραπέζι για να τελειώσουμε το μισοφαγωμένο σταφύλι του Θοδωρή, να μαζέψουμε τα σκουπίδια που κάποιοι άλλοι άφησαν χωρίς να σεβαστούν τα δώρα της φύσης και ντουγρού για το χωριό. Μετά από κει εμένα με πήρε η κατηφόρα και δεν σταμάτησα μέχρι που έφτασα στο χωριό. Ξαναμμένη αλλά απόλυτα ικανοποιημένη με όλα. Ανανεώσαμε το ραντεβού με τα παιδιά για του χρόνου την ίδια μέρα και αποφασίσαμε να το κάνουμε θεσμό.

                Εγώ τους ευχαριστώ όλους για τις όμορφες στιγμές που μου χάρισαν και μ’ ενέπνευσαν να γράψω αυτό το άρθρο…              

Σας προτείνω να τολμήσετε την ανάβαση, έστω για μια φορά, αξίζουν τον κόπο η κούραση κι ο ιδρώτας...
             




 Ακολουθούν λίγες ακόμη όμορφες στιγμές στις φώτο…