Τρίτη 25 Δεκεμβρίου 2018

Χριστούγεννα στη Μεσωρόπη


Χριστούγεννα στο χωριό

                Οι περισσότεροι από μας έχουν συνδέσει το χωριό περισσότερο με το Πάσχα και λιγότερο με τα Χριστούγεννα. Λίγο ο χειμωνιάτικος καιρός που επηρεάζει την διάθεση, λίγο η έλλειψη κινήτρου, καθώς οι παππούδες και οι γιαγιάδες δε ζουν πια για ν’ ανοίξουν το φιλόξενο σπιτικό τους, κάνουν απρόθυμους τους μεσωροπιανούς να περάσουν τις γιορτές στο χωριό. Έχετε σκεφτεί  τι χάνετε; Για διαβάστε παρακάτω και να δούμε θα συμφωνήσετε;
Πρώτα απ’όλα χάνετε την κατανυκτική ατμόσφαιρα της εκκλησιάς το πρωί των Χριστουγέννων πολύ πριν φέξει η μέρα, που μαζεύει όλος τους συντοπίτες. Τι αξία έχει  το "χρόνια πολλά" βγαλμένο από οικείους και αγαπημένους ανθρώπους στο σχόλασμα;
Έπειτα, χάνετε το στολισμένο χωριάτικο σπίτι με το τζάκι ή την ξυλόσομπα που καίει ζωηρά, ακόμα καλύτερα αν υπάρχουν πάνω φλούδες μανταρινιού, αλλά και το μεσημεριανό οικογενειακό τραπέζι. Το ξεχωριστό αυτό τραπέζι στρωμένο με το άσπρο κοφτό τραπεζομάντιλο της γιαγιάς και φορτωμένο με χωριάτικα καλούδια, ντόπια κρέατα, μαρούλι και λάχανο σαλάτα από τον μπαξέ, κρασί από το κελάρι του γείτονα και για επιδόρπιο χασλαμά και ψητά κάστανα.(Αλήθεια, τη γυάλινη κανάτα γεμάτη νερό με το πετσετάκι πάνω, τη θυμάστε; Τέλος, το κόψιμο του χριστόψωμου και τον τυχερό της οικογένειας.
Το απογευματάκι ακολουθεί η βόλτα στο χωριό, που είναι τόσο διαφορετική από εκείνη τη καλοκαιρινή. Περπάτημα στα σοκάκια κι απόλαυση μιας απόκοσμης ησυχίας με μόνο μάρτυρα της ανθρώπινης παρουσίας, τον καπνό από τις καμινάδες μερικών σπιτιών. Οι πιο τολμηροί ίσως φτάσουν και μέχρι το Νιβριό ή τον Κλωθώρη, όπου το χειμωνιάτικο τοπίο με το γυμνά πλατάνια κι τα ορμητικά νερά είναι εκτός από φοβιστικό άκρως σαγηνευτικό…

Καλά Χριστούγεννα!!!

Τετάρτη 19 Δεκεμβρίου 2018

Αν έλειπε η Μεσωρόπη…

 Αν έλειπε η Μεσωρόπη…

Με αφορμή τη χθεσινή πυκνή ομίχλη που σχεδόν εξαφάνισε το χωριό, μου γεννήθηκε η απορία τι θα ήμασταν, αν δεν υπήρχε η Μεσωρόπη.  Αλήθεια, έχετε σκεφτεί ποτέ πώς θα ήταν η ζωή μας  χωρίς το αγαπημένο μας χωριό;
Καταρχάς, δε θα είχαμε το πιο βασικό κομμάτι, τη φύση με τα νερά, τους καταρράκτες, τα πλατάνια, ούτε Νιβριό να δροσιζόμαστε το καλοκαίρι ούτε Κλωθώρη να τρέχουμε το χειμώνα να δούμε πόσο νερό κατέβασε κι αν «βαζουμαχεί». Δε θα είχαμε Πλατανούδ’ και Καταφύγιο να απολαμβάνουμε την ομορφιά τους, όταν το χιόνι τα σκεπάζει.
Έπειτα, δε θα είχαμε Καστανιές, Μεσοχώρι και Κόλια να συναντάμε τους φίλους μας και να πίνουμε το «καφεδούδ’» και να «χάφτουμε τα μεζεδούδια μας». Δε θα είχαμε στενά σοκάκια να κάνουμε βόλτες και να ανταλλάσσουμε τις καλημέρες και τις καλησπέρες μας. Δε θα είχαμε εκκλησιές και ξωκλήσια να τονώνουν τη θρησκευτική μας πίστη, πιστά στην παράδοση. Βέβαια, δε θα είχαμε και μάτια να μας παρακολουθούν πίσω από τις κλειστές κουρτίνες και τις κλειδαρότρυπες και στόματα να ψιθυρίζουν πίσω από τις γυρισμένες πλάτες μας, σχολιάζοντας τη κάθε μας κίνηση. Αλλά δε θα είχαμε κι αυτό το φιλότιμο του μεσωροπιανού, ο οποίος αφού ικανοποιήσει την περιέργειά του για το ποιος είναι ο ξένος που πάτησε το πόδι του στο χωριό του, σπεύδει να τον περιποιηθεί και να τον εξυπηρετήσει όσο καλύτερα μπορεί.
Ακόμη, δε θα είχαμε σπίτια αρχοντικά να μας θυμίζουν την παλιά εκείνη αίγλη του χωριού. Δε θα είχαμε τις αναμνήσεις μας από τα παιδικά μας χρόνια να συνοδεύουν τις συζητήσεις μας. Δε θα είχαμε αυτή την υπέροχη ντοπιολαλιά να μας θυμίζει την κοινή καταγωγή μας, κάθε φορά που την ακούμε να μιλιέται από κάποιον δικό μας.
Τέλος, δε θα είχαμε το βασικότερο, ένα κοινό σημείο αναφοράς, στο οποίο να επιστρέφουν όσοι μένουν μακριά με νοσταλγία και να συναντούν εμάς, που επιλέξαμε να ζήσουμε σ’ αυτόν τον προικισμένο τόπο όχι επειδή γεννηθήκαμε εδώ, αλλά επειδή τον αγαπάμε πραγματικά και μας αρέσει.
Οπότε ευτυχώς το δημοφιλές «άφανοι οι μεσωροπιανοί, άφανη κι η Μεσωρόπη» ισχύει μόνο προσωρινά λόγω αντάρας και καταχνιάς…
                                


Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2018

Οι καμπάνες του χωριού μου




Οι καμπάνες του χωριού μου

Φαντάζομαι, γνωρίζετε το παιδικό τραγουδάκι:
« Η καμπάνα του χωριού μας,
Την ακούτε παιδιά.
Τι γλυκά σημαίνει,
Τι γλυκά σημαίνει,
Ντιν, νταν, ντον
Ντιν, νταν, ντον.»
Πόσοι όμως έχετε αντιληφθεί το σημαντικό ρόλο που παίζει η καμπάνα στην καθημερινή ζωή ενός χωριού; Έχετε σκεφτεί ότι χτυπά κι καθορίζει την πορεία της μέρας μας; Χτυπά το πρωί για τον όρθρο και μας ξυπνά γλυκά για να καλημερίσουμε τον κόσμο, χτυπά το απόγευμα για να μας θυμίσει να κάνουμε το σταυρό μας και να ευχαριστήσουμε τον Θεό, που βράδιασε και σήμερα. Είναι κάτι αντίστοιχο με την καλημέρα και την καλησπέρα που ανταλλάσσουμε, όταν συναντιόμαστε στα σοκάκια του χωριού. Και βέβαια, χτυπάει στις γιορτές για να μας καλέσει να χαρούμε, αλλά χτυπάει και στις λύπες για να αποχαιρετήσουμε έναν συγχωριανό μας.
                Όσον αφορά τη Μεσωρόπη νομίζω ότι το χτύπημα της καμπάνας ανέκαθεν υπενθύμιζε το έντονο θρησκευτικό αίσθημα του χωριού κι αποτελεί ακόμη και σήμερα παράδοση. Υπάρχουν άνθρωποι που έχουν επιφορτιστεί με το καθήκον να χτυπούν καθημερινά την καμπάνα των δύο κεντρικών ναών. Υπάρχουν όμως κι οι καμπάνες στα ξωκλήσια, που η παράδοση θέλει ο διαβάτης να τις χτυπά κάθε φορά που τα επισκέπτεται για να δηλώσει την παρουσία του στο σπίτι των προσφιλών αγίων μας. Ο Προφήτης Ηλίας, η Αγία Κυριακή, ο Άγιος Αθανάσιος, ο Άγιος Δημήτριος, η Αγία Μαρίνα κι ο Άγιος Γεώργιος στον κάμπο, που είναι λίγο πιο αδικημένος, γιατί ο ήχος της καμπάνας του δε φτάνει μέχρι το χωριό είναι σα να χαίρονται κάθε φορά που κάποιος από μας τους θυμάται και χτυπά την καμπάνα τους. Τώρα, μάλιστα που είναι χειμώνας κι οι επισκέψεις μας είναι πιο σπάνιες, νομίζω ότι θα αισθάνονται λίγο παραμελημένοι οι φίλοι μας, καθώς θα περιμένουν κάποιο χέρι να χτυπήσει την καμπάνα τους. Μα, τι αγαλλίαση θα νιώθουν, όταν έρχεται η Άνοιξη και τα χτυπήματα της καμπάνας πληθαίνουν σταδιακά.  Είναι μια τελετουργία και μια μυστική συμφωνία των μεσωροπιανών, θα έλεγα, αυτή η κωδωνοκρουσία, που όσα χρόνια κι αν περάσουν θα την τηρούν ευλαβικά.  
Σε λίγες μέρες θα χτυπήσουν χαρμόσυνα οι καμπάνες για την έλευση του Θεανθρώπου και θα μας καλέσουν να χαρούμε όλοι μαζί, αγαπημένοι κι ενωμένοι για άλλη μια χρονιά. Τότε, ίσως θυμηθείτε τα λόγια μου για την αξία του ήχου της καμπάνας του χωριού…
Καλές γιορτές…

Τετάρτη 17 Οκτωβρίου 2018

Μεσωρόπη σαν ζωγραφιά...

Όταν οι φωτογραφίες γίνονται ζωγραφιές, τότε η ζωή μοιάζει με παραμύθι και το χωριό με όνειρο...

Τρίτη 25 Σεπτεμβρίου 2018

Το μαγαζάκι της Ασημούλας




Το μαγαζάκι της Ασημούλας ήταν ένα από ‘κείνα τα γραφικά μπακάλικα του παλιού καιρού. Μια χαμηλή ξύλινη πόρτα κι ένα φαρδύ σκαλοπάτι, από το οποίο έπρεπε να πηδήξεις, σε οδηγούσαν στο υπόγειο παντοπωλείο. Η μυρωδιά του ήταν  ένας συνδυασμός  του ασβέστη στους «μπουζάτους» τοίχους, των μπαχαρικών, των απορρυπαντικών, της καραμέλας και του μπισκότου. Νομίζω όλοι θα τη θυμάστε. Μπροστά τοποθετημένα σε κουτιά τα γαριδάκια, δρακουλίνια, φοφίκο, φουντούνια πιτσίνια, τι και τι, έξτρα κι άλλα πολλά. Προχωρούσες λίγο στο διάδρομο και έβλεπες στα δεξιά τα ανοιχτά τσουβάλια με τη ζάχαρη, τα φασόλια, το ρύζι, τις φακές. Από πάνω τους κάθε λογής ζαχαρωτά, σοκολάτες ίον, σοκοφρέτες, κουκουρούκου και κις κι οι αγαπημένες μου μαστίχες, μπιγκ μπάμπολ. Αριστερά και λίγο πιο μέσα χλωρίνη, ρολί, όμο, άβα κι άλλα απορρυπαντικά. Λίγο πιο πέρα ήταν το τμήμα με τα τυποποιημένα προϊόντα τράτα, σάλτσα, μακαρόνια, φιδές, αλεύρι κ.α. Στο βάθος του μαγαζιού ένας τεράστιος πάγκος που χώριζε το χώρο του ιδιοκτήτη από των πελατών.
 Κάπου εκεί πίσω σε μια ειδικά διαμορφωμένη παλιά πολυθρόνα καθόταν η Ασημούλα, μια κοντούλα, συμπαθητική και πάνω απ’όλα ευγενική και χαμογελαστή κυριούλα, που δεν παντρεύτηκε και δεν έκανε παιδιά, αλλά μας αγαπούσε πολύ σαν δικά της παιδιά. Μάλιστα, εκτός από τα παιδιά αγαπούσε πολύ τα γατιά, γι’ αυτό είχε πάντα στο μαγαζί  για συντροφιά μια γάτα, πότε ασπρόμαυρη και πότε ψαρή. Αγαπημένη της ατάκα: «Ναι, χρυσά μ, θα διω αν έχω». Μου φαίνεται σαν να τη βλέπω τώρα μπροστά μου να ζυγίζει σ’ εκείνη τη παλιά ζυγαριά με τους δίσκους, που βρίσκονταν στην άκρη του πάγκου της, τις φακές, τη ζάχαρη και τα φασόλια. Ήταν κοκέτα σε όλα της, με το καρέ μαλλί της, την καθαρή της ρόμπα, την ποδιά της και τη ζακετούλα, που έριχνε πάντα πάνω της για να μην κρυώσει. Όταν της έδινες  για το προϊόν που αγόραζες  χαρτονόμισμα, εκείνη το ίσιωνε καλά, άνοιγε το ξύλινο συρτάρι του πάγκου της, όπου φυλούσε τακτοποιημένα τα πολύτιμα «φραγκούδια» της και με αργές κινήσεις, σαν σε τελετουργικό, σου έδινε τα ρέστα, με πρώτη λέξη πάντα το «ευχαριστώ» και τελευταία το «παρακαλώ».
Φωτογραφικό αρχείο, Γαϊταντζή Μαρία
Το χειμώνα καθόταν εκεί πίσω από το πάγκο κι είχε ένα μαγκάλι για ζεστασιά και τη γάτα στην αγκαλιά της. Το καλοκαίρι καθόταν σε μια κοντή καρεκλίτσα στην είσοδο του μαγαζιού κι η γάτα δίπλα της στα σκαλιά. Από κει σε υποδέχονταν με το χαμόγελο, λες κι έμπαινες στο σπιτικό της. Αν πάλι είχες λίγο παραπάνω χρόνο και καθόσουν δίπλα της θα σου έλεγε ένα σωρό ιστορίες από τα παλιά.
Αυτό ήταν το γραφικό μαγαζάκι της Ασημούλας, η ψυχή της γειτονιάς, ανοιχτό πρωί, απόγευμα, βρέξει, χιονίσει περίμενε να τρίξει η πόρτα και να μπει ο πελάτης για να προμηθευτεί τα καλούδια της παλιάς εκείνης εποχής…












Κυριακή 26 Αυγούστου 2018

Τα βραχώματα της Μεσορόπης


Τα βραχώματα της Μεσωρόπης


Βραδάκι καλοκαιριού στο χωριό με δροσιά και ολόγιομο φεγγάρι είναι οι καλύτερες συνθήκες για βόλτα στα σοκάκια. Επειδή, λοιπόν οι ευκαιρίες αυτές δεν πρέπει να χάνονται και σίγουρα οι στιγμές περνούν ανεπιστρεπτί, παίρνουμε το σκυλάκι μας και βγαίνουμε σεργιάνι. Σε λίγο βγαίνουμε στο κεντρικό δρόμο και μας έρχεται η ιδέα να κατεβούμε στα βραχώματα. Φτάνοντας, μια νοσταλγία μας περιβάλλει και οι μνήμες ξεπηδούν από το μυαλό και των δυο μας, πηγαίνουν αρκετά πίσω τότε που η ψυχαγωγία του Σαββάτου των νέων περιελάμβανε αυτή τη βόλτα προς τον Κόλια και το Σοφιανό με ενδιάμεση στάση τα βραχώματα. Δύο μεγάλα βράχια που χρησίμευαν για παγκάκι για όσους ήθελα να ξαποστάσουν ή να σταματήσουν εκεί τη βόλτα τους και να φάνε τα πασατέμπο τους κάτω απ' το φως του φεγγαριού. Εκεί γεννιούνταν τα φλερτ, που άλλοτε εξελίσσονταν σε έρωτες ή έμεναν ανεκπλήρωτα όνειρα. Γέλια, φωνές, τραγούδια ή ψίθυροι, κρυφά φιλιά και κλάματα συνόδευαν τους νέους. Όλα τα είδαν και τα άκουσαν αυτά τα βράχια. Εγώ ήμουν μικρή αλλά θυμάμαι να περπατώ πάνω στη χλιαρή από την ζέστη του καλοκαιριού ράχη τους  ξυπόλητη όλο χαρά. Εκεί πιο δίπλα το εκκλησάκι που το καντήλι του έκαιγε κάθε βράδυ και συντρόφευε τα ατίθασα νιάτα. Σήμερα τα βραχώματα στέκονται εκεί μόνα και λυπημένα και το καντήλι στο εκκλησάκι σβηστό και ξεχασμένο, περιμένοντας κανένα ονειροπαρμένο ζευγάρι σαν κι εμάς να ξαποστάσει στην πλάτη των βράχων και να απλώσει το χέρι να ζωντανέψει τη φλόγα του καντηλιού…