Σάββατο 8 Μαρτίου 2014

Μάρτης είναι...



φώτο Άννα Μητσιού

Ο Μάρτης ο πεντάγνωμος, εφτά φορές χιόνισε
και πάλι το μετάνιωσε που δεν εξαναχιόνισε!






φώτο Νικολέτα Μοσχοβούδη



O Mάρτης το πρωί χιόνισε,
κι ο γάιδαρος ψόφησε (από το κρύο).
Το μεσημέρι βρώμισε (από τη ζέστη),
και το βράδυ τον πήρε το ποτάμι (από τη βροχή).



Ακόμα και στις 18, 
το μάτι του το 'χει ανοιχτό!

Παρασκευή 28 Φεβρουαρίου 2014

Το έθιμο της ντριβένας

Το έθιμο της ντριβένας σύμφωνα με μαρτυρίες κατοίκων της Μεσορόπης ξεκίνησε πριν την βουλγαρική κατοχή, διακόπηκε στη διάρκεια της και αναβίωσε γύρω στο 1950. Την εποχή εκείνη οι νέοι του χωριού όλη την εβδομάδα της Τυρινής κουβαλούσαν από το Παγγαίο κέδρους, τους συγκέντρωναν στις γειτονιές και όταν ερχόταν η Κυριακή της Τυρινής τους έβαζαν φωτιά και μαζί με τους άλλους κατοίκους γλεντούσαν και χόρευαν τριγύρω τους. Μάλιστα, τα βράδια οι κάτοικοι της μιας γειτονιάς πήγαιναν κρυφά και έκλεβαν τους κέδρους της άλλης γειτονιάς. Την Κυριακή οι φωτιές άναβαν, μόλις σουρούπωνε και κρατούσαν όλη νύχτα. Χαρακτηριστικό στοιχείο της Αποκριάς ήταν τα άσεμνα τραγούδια (τυρνίτικα όπως ονομάζονταν). Νέοι και γέροι κρυμμένοι πίσω από τη φωτιά, περιέλουζαν με κοσμητικά επίθετα και αποκριάτικα τραγούδια, όποιον τολμούσε να περάσει από μπροστά τους. Φυσικά, όλα αυτά μόνο την ημέρα της Τυρινής, οπότε και δικαιολογούνταν η κοροϊδία και τα πειράγματα. Κάποια στιγμή γύρω στο 1965 το έθιμο έσβησε με την επέμβαση της αστυνομίας και βέβαια η δικαιολογία ήταν ότι προσέβαλλαν τη δημόσια αιδώ. Ώσπου κάπου γύρω στο 2008 οι κάτοικοι αποφάσισαν να το επαναφέρουν και από τότε τελείται κάθε χρόνο.
Αν, τώρα, τολμούσαμε να αναζητήσουμε τις καταβολές αυτού του εθίμου, η έρευνα θα μας πήγαινε πολύ μακριά στην αρχαία εποχή και σίγουρα σχετίζεται με τις γιορτές προς τιμήν του Διονύσου. Ας μην ξεχνάμε εξάλλου ότι η κατοικία του Διονύσου, του θεού της χαράς και του γλεντιού βρίσκονταν στο Παγγαίο. Σύμφωνα με τον Albin Lesky «Ιστορία της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας», ένας ελληνιστικός συγγραφέας, ο Σήμος από τη Δήλο στον Αθήναιο (14,622) χωρίς να μας δίνει πληροφορίες για τους τόπους, όπου συνάντησε το έθιμο: περιγράφει νέους στεφανωμένους με πολλά κλαδιά και λουλούδια με επικεφαλής ένα παλικάρι μουτζουρωμένο με καπνιά, που κρατούσαν το φαλλό έμπαιναν στην ορχήστρα με τραγούδια. Έχει μάλιστα ιδιαίτερο ενδιαφέρον η πληροφορία ότι οι φαλλοφόροι ξεχώριζαν ορισμένους από τους θεατές για να τους περιλούσουν με την κοροϊδία τους.
            Η πραγμάτευση αυτή οδήγησε στην ελληνική αποκριά. Η κεφάτη και χοντροκομμένη κοροϊδία των πανηγυριστών είναι ένα σταθερό στοιχείο. Την συναντάμε μ’ έναν ξεχωριστό τύπο στην αττική ανοιξιάτικη γιορτή των Ανθεστηρίων, απ’ όπου πέρασε στην πομπή των Ληναίων. Εκεί αστείοι τύποι τριγυρνούσαν με άμαξες και περίλουζαν με την τολμηρή κοροϊδία τους – που τις περισσότερες φορές- θα ήταν σε στίχους – τους θεατές. Και βέβαια  πίσω απ’ όλα τα τολμηρά αυτά αστεία βρίσκεται η αντίληψη για την αποτροπαϊκή δύναμη του άσεμνου...

            Ωστόσο, οφείλουμε να τονίσουμε ότι όλα αυτά δεν είναι παρά υποθέσεις, καθώς δεν υπάρχουν γραπτές πηγές, που να εξακριβώνουν την αλήθεια των γεγραμμένων.

Σάββατο 22 Φεβρουαρίου 2014

Τα Βουνά... Γιώργος Σεφέρης



         ΤΑ ΒΟΥΝΑ
Τα ψηλά βουνά εκεί πέρα,
κουβεντιάζουν σα νυχτώνει
και μιλάνε για τη μέρα
που στα πόδια τους τελειώνει.

Η πιο γέρικη κορφή
με τα χιονισμένα φρύδια
έχει μια φωνή βραχνή
γιατί τρώει πολλά κρεμμύδια
σαν ξυπνήσει την αυγή.

Η άλλη εκεί πιο χαμηλά
είναι μια χοντρή κοπέλα
με ολοπράσινα μαλλιά
ξαπλωμένη σα βαρέλα
που στον ύπνο της μιλά.

Πάνω από τις λαγκαδιές
που σφυρίζουν σαν καλάμια
είναι ακόμη τρεις κορφές
τυλιγμένες με ποτάμια
και φωνάζουν σαν τρελές.

Μα το πιο καλό βουνό
μοναχό του ψιθυρίζει
όταν με το δειλινό
το θυμάρι του μυρίζει
κάτω από τον ουρανό.
         
      Γιώργος Σεφέρης

Παρασκευή 21 Φεβρουαρίου 2014

Παιδικά λαχνίσματα της Μεσορόπης


Ένει, μένει, ντου ντου μένει,
τρία ρο, κούτσουρο
κόλα μπίτα, ντέλι μον μπιτ
αρεμπίτ.


ένα κα, δι κακά, τρι κακά, σάρι κακά, πεν κα
ρέγκα, σου ντου, μου ντου, ντάλια δέκα...

Ανέβηκα σ' ένα βουνό και είδα ένα γουρούνι,
το κοίταξα καλά καλά και μου 'δειξε τη μούρη,
εγώ, εγώ, εγώ θα τα φυλάγω εγώ...
εσύ, εσύ, εσύ θα τα φυλάς εσύ...




Παρασκευή 14 Φεβρουαρίου 2014

Το τσάι του μπάρμπα Κωνσταντή

Ο μπάρμπα Κωνσταντής μια χιονισμένη μέρα αποφάσισε να βγει στο κυνήγι, παρά τις προειδοποιήσεις της κυρά Γιαννούλας που του έλεγε να μην πάει, επειδή θα κρυώσει. Αυτός πήρε πρωί πρωί το δίκαννο του, έζωσε το φυσεκλούκι (= φυσιγγιοθήκη) στη μέση του και έφυγε, βροντώντας την πόρτα. Για ώρες περιπλανιόταν στο παγωμένο Παγγαίο και μόλις σμούχριασε (= σουρούπωσε), παγωμένος γύρισε στο σπίτι. Μην μπορώντας να μιλήσει από το κρύο που είχε μαζέψει, μπαίνοντας από την πόρτα έκανε νοήματα στη γυναίκα του να του φτιάξει ένα ζεστό τσάι  για να συνέρθει. Εκείνη φουρκισμένη, προσποιούνταν ότι δεν τον έβλεπε και δώστου ο ταλαίπωρος ο άντρας της να χτυπιέται και να κάνει νοήματα. Κάποια στιγμή, γυρίζει και του λέει: « Δε σ’ έστειλα κει, δε σ’ έστειλα». Το είπε μια, το είπε δυο, στην τρίτη, όπως ήταν και οξύθυμος ο μπάρμπα Κωνσταντής, την αρπάζει και την βγάζει έξω απ’ τα κάγκελα του μπαλκονιού, ταρακουνώντας την και απειλώντας να τη ρίξει κάτω. Εκείνη τρομοκρατημένη άρχισε τότε να τον παρακαλάει: « Άσε με Κωνσταντή, σε παρακαλώ, σε παρακαλώ... και γω και τσάι θα σε κάνω και καφέ»!


(Το περιστατικό είναι αληθινό
τα ονόματα των πρωταγωνιστών είναι πλαστά
για ευνόητους λόγους)

Τετάρτη 12 Φεβρουαρίου 2014

Η βρύση στο χωριό...

  



  «Διαβάτη πιες το χορταστά
    το δροσερό νερό μου,

   και γείρε να ξεκουραστείς
   στον ίσκιο τον δικό μου».

 Η βρύση στο χωριό είναι κάτι το ξέχωρο, είναι χτισμένη με ιδιαίτερη αρχιτεκτονική και με τα καλύτερα πετρομάρμαρα, του πελεκητή καμάρι και του χωριού στολίδι. Γραφική η βρύση του χωριού, πότε μόνη της τραγουδάει με το τρεχούμενο νεράκι που αναβλύζει από τα σπλάχνα της Γης, πότε δυο - δυο οι κούπες, πότε τρεις και πέντε και πότε εφτά μαζί, μα κάθε μια με το δικό της τραγούδι και τους δικούς της μύθους και θρύλους.

Εκεί κοπέλες λυγερές, ψηλές, λιγνές, κοντούλες και γιομάτες, με λαμπαδοχυμένη μέση, γαϊτανοφρύδες και μαυρομάτες κι άλλες ξανθές με χρυσαφένιες πλεξούδες, Μούσες, Νεράιδες και Θεές μαζί. Νεράιδες σωστές, κατηφόριζαν στη βρύση με ελαφιού σβελτάδα. Άλλες με τη βαρέλα και το καδί στον ώμο κι άλλες με μπόγο μαλλιά και ρούχα πλεκτά και υφαντά για πλύσιμο, όπως τις είδε ο ποιητής να πλένουν, να λευκαίνουν στα κρύα νερά, στου ήλιου τις αχτίδες και τις τραγούδησε: 



“Αχολογάει η ρεματιά 
λαμποκοπούν οι βρύσες 
και πλένουν και λευκαίνουνε 
στα κρύα τα νερά, 
του ήλιου τις χρυσές αχτίδες”

                     



Κυριακή 9 Φεβρουαρίου 2014

Ταξιδεύοντας στο παρελθόν...

Το πρώτο λεωφορείο στο χωριό κυκλοφόρησε περίπου στα 1950, ο οδηγός του ήταν ο Γιώργος Συνάπης. Ήταν ξύλινο στα χρώματα του κόκκινου και του κίτρινου και έπαιρνε μπρος με μανιβέλα. Κάθε πρωί αναχωρούσε για την Καβάλα μεταφέροντας τους καπνεργάτες και άλλο κόσμο και το απόγευμα τους έφερνε πάλι πίσω. Όταν επέστρεφε, στάθμευε στην πλατεία, κατέβαζε τον κόσμο και μετά φόρτωνε τα σχολιαρόπαιδα και τα έκανε βόλτα στο χωριό. Για ανταμοιβή τα έβαζε να τραγουδούν δυνατά « τα Χριστιανόπουλα θα πάμε με χαράαα...»

                                                                                «Μαρτυρία»