Σάββατο 17 Φεβρουαρίου 2018

Σκέψεις σχολικής ζωής...


          
        Η απόφαση για τη συγχώνευση ενός σχολείου είναι κατεξοχήν θέμα εκπαιδευτικής και κοινωνικής πολιτικής. Εγώ δε θα σταθώ στην ορθότητα της απόφασης αυτής, καθώς δεν θεωρούμαι αρμόδια. Αυτό που νομιμοποιούμαι όμως να κάνω είναι να εκφράσω τις σκέψεις μου και τα συναισθήματα μου τώρα περίπου 10 χρόνια μετά την συγχώνευση του δημοτικού σχολείου Μεσορόπης στο Δημοτικό Σχολείο Μελισσοκομείου, έχοντας ζήσει το πριν και το μετά.
Το σχολείο είναι σημείο αναφοράς για την κοινωνία ενός μικρού χωριού. Αποτελεί κοιτίδα πολιτισμού και πρόσληψης γνώσεων όχι μόνο για τα παιδιά που φοιτούν σ’ αυτό αλλά και για όλους τους κατοίκους του.
Θυμάμαι, κάθε πρωί που πηγαίναμε στο σχολείο και ο δρόμος μας περνούσε από τα σπίτια κάποιων γιαγιάδων, την ώρα που σκούπιζαν τις αυλές τους, με πόση χαρά μας καλημέριζαν. Μάλιστα κάποιες από αυτές είχαν στις τσέπες τους καραμέλες για να μας τις δώσουν να τις φάμε την ώρα του διαλείμματος. Το μεσημέρι, πάλι που επιστρέφαμε στο σπίτι, ένας παππούς μας περίμενε πάντα καθισμένος στο παγκάκι, εκεί στο Άγαλμα και μας ρωτούσε γεμάτος λαχτάρα: «Τι μάθατε σήμερα, παιδούδια μ΄, στο σχολείο; Πείτε κι μένα να μάθω». Κι εμείς του λέγαμε
ό, τι μας ερχόταν στο μυαλό -αλήθειες και ψέματα - και βλέπαμε την ικανοποίηση ζωγραφισμένη στο βλέμμα του.
Όταν πάλι ξεκινούσε η χρονιά όλο το χωριό βρισκόταν σε αναστάτωση, να υποδεχθεί τους καινούργιους δασκάλους, να μάθει αν είναι καλοί και αν θα μείνουν για χρόνια ή είναι αναπληρωτές. Υπήρχαν δάσκαλοι  που ήρθαν ανύπαντροι και έφυγαν παντρεμένοι ή έμειναν εδώ για πάντα, γιατί ερωτεύτηκαν τον τόπο και τους ανθρώπους του.
Κάθε φορά που η καμπάνα χτυπούσε για μια μεγάλη γιορτή, οι γιαγιάδες κοιτούσαν την πόρτα της εκκλησίας ανυπομονώντας, για την ώρα που θα έμπαινε σύσσωμο το πλήρωμα του δημοτικού σχολείου. Έτσι γέμιζε η εκκλησιά φωνές και παιδική ζωηράδα και έπαιρνε άλλο χαρακτήρα η γιορτή. Θυμάμαι, με πόση περηφάνια παρελαύναμε στις εθνικές επετείους, καμαρωτοί μαθητές μπροστά απ’ το Μεσοχώρι, όπου συγκεντρώνονταν ο μεγάλος όγκος του πλήθους να μας χειροκροτήσει. Όλοι είχαν, δεν είχαν παιδιά εκείνη την ημέρα κατέβαιναν να γιορτάσουν και να ακούσουν τα ποιήματα τα αφιερωμένα στους μεγάλους ήρωες της πατρίδας. Κι εμείς οι μαθητές γεμάτοι τρακ προσπαθούσαμε να δώσουμε τον καλύτερο μας εαυτό.


Μια χρονιά μάλιστα, για την επέτειο του 1940 ανεβάσαμε μια θεατρική παράσταση με τίτλο «Ελληνίδες του ’40». Ήμαστε στην ε΄ τάξη και ήταν η πρώτη φορά που θα παίζαμε θέατρο. Περιττό να περιγράψω τον ενθουσιασμό μας. Αφιερώσαμε άπειρες ώρες, θυσιάσαμε ακόμη και τις απογευματινές ώρες του παιχνιδιού, που ήταν ιερές για μας. Όλο το χωριό συμμετείχε στην προετοιμασία, άλλοι μας βοήθησαν στα ενδυματολογικά βγάζοντας από τα μπαούλα τους παραδοσιακές φορεσιές, φουστάνια νυφικά και κουστούμια γαμπριάτικα και άλλοι μας βοήθησαν στο στήσιμο των σκηνικών, προσφέροντας ξύλα, έπιπλα, χαλιά και άλλα υλικά. Την ημέρα της παράστασης, η αίθουσα ασφυκτιούσε από κόσμο, ήταν το γεγονός της χρονιάς. Κατά τη διάρκειά του, επικρατούσε απόλυτη σιγή, όλοι ήταν αφοσιωμένοι, άλλοι έκλαιγαν από συγκίνηση και το τελικό χειροκρότημα δεν έλεγε να σταματήσει. Για πολύ καιρό ήταν το θέμα συζήτησης στα καφενεία και στους χωρατάδες.
Άλλο σημείο αναφοράς, ήταν η αυλή του σχολείου, αποτελούσε τόπο απογευματινής συγκέντρωσης για παιχνίδι. Τα παιχνίδια άλλαζαν από καιρό σε καιρό. Άλλοτε παίζαμε ποδόσφαιρο χωρισμένοι σε ομάδες αγοριών και κοριτσιών κι όταν τα κορίτσια νικούσαμε εκεί γινόταν χαμός. Άλλοτε, φτιάχναμε σπίτια, άλλοι κάτω απ’ τις ελιές, άλλοι κάτω από τα πεύκα και άλλοι στην αυλή της Αγίας Κυριακής, σκουπίζαμε, μαγειρεύαμε, κάναμε επισκέψεις ο ένας στον άλλο, όλα αυτά με πράγματα της φύσης και αντικείμενα που βρίσκαμε στην αυλή του αγαπημένου μας σχολείου.

Το αγαπούσαμε το σχολείο, το φροντίζαμε σαν το σπίτι μας, το σεβόμασταν. Όταν μας έφερναν ξύλα για τις σόμπες του σχολείου, γινόμασταν μια αλυσίδα και τα βάζαμε στην αποθήκη στο άψε σβήσε και όταν τελείωναν τα προσανάμματα, πηγαίναμε εκδρομή στον Προφήτη Ηλία και μαζεύαμε σουσούρες από τις πλαγιές του βουνού.
Στις ονομαστικές γιορτές των δασκάλων στήναμε ολόκληρες συνομωσίες για να πάρουμε κρυφά δώρο και να τους κάνουμε έκπληξη. Οι δάσκαλοι πάλι έπαιζαν μαζί μας στην αυλή καμάρα, λάστιχο, ποδόσφαιρο και μηλάκια.
Την μεγάλη σημασία της παρουσίας ενός δημοτικού σχολείου σε μια τοπική κοινότητα δεν την συνειδητοποιούν όλοι, όταν αυτή θεωρείται δεδομένη. Όταν όμως το σχολείο κλείνει γίνεται ευρύτερα αντιληπτό ότι ένα κομμάτι του χωριού ξαφνικά σταματά να ζει. Τα παιδιά συνεχίζουν να πηγαίνουν σχολείο, αλλά οι αναμνήσεις τους απ’ αυτό δεν πρόκειται να συνδεθούν πότε πια με τον τόπο, όπου ζουν, γιατί απλά πηγαίνουν σχολείο σ’ έναν ξένο γι’ αυτά τόπο. Οι αναμνήσεις των παλιών γενιών θα ζωντανεύουν για λίγο καιρό ακόμη στις κουβέντες τους. Άνθρωποι ηλικίας από 30 μέχρι 100 έχουν ακόμη κάποιες ιστορίες να διηγηθούν για τη σχολική ζωή της Μεσορόπης. Για πόσο ακόμη;












Σάββατο 23 Δεκεμβρίου 2017

Τα κάλαντα στη Μεσορόπη


                            Τα κάλαντα στο χωριό
Όταν ήμασταν παιδιά η αγαπημένη μας γιορτή ήταν τα Χριστούγεννα. Παραμονές της μεγάλης γιορτής με το κλείσιμο του σχολείου το χωριό γέμιζε κόσμο. Τα στολισμένα χωριάτικα σπιτάκια και οι καμινάδες που ανέδυαν την μυρωδιά του καμένου ξύλου  δημιουργούσαν μια ατμόσφαιρα παραμυθένια ειδικά τις νυχτερινές ώρες. Σπίτια φτωχά αλλά πλούσια σε θαλπωρή και γεμάτα ψυχική ζεστασιά.
Εμείς τα παιδιά ήμασταν διπλά χαρούμενα. Από τη μια έρχονταν οι φίλοι μας από τα κοντινά αστικά κέντρα για τις διακοπές τους στο χωριό και αυτό σήμαινε ατέλειωτες ώρες παιχνιδιού και ξεγνοιασιάς, από την άλλη όλο το χρόνο περιμέναμε την παραμονή των Χριστουγέννων για να ψάλλουμε τα κάλαντα και να μαζέψουμε «φραγκούδια», όπως έλεγαν και οι  γιαγιάδες μας. Στο παιδικό μας μυαλό μάλιστα θεωρούσαμε τους εαυτούς μας τυχερούς, γιατί στο χωριό μας λέγαμε τέσσερις φορές τα κάλαντα, καθώς, ως γνωστόν, χωρίζεται σε Παλαιό και Νέο ημερολόγιο και ως εκ τούτου γιορτάζουμε δύο Χριστούγεννα και δύο Πρωτοχρονιές.
Όταν η πολυπόθητη ημέρα της παραμονής έφτανε, ξυπνούσαμε νωρίς νωρίς, εξοπλιζόμασταν με σκουφιά, γάντια, κασκόλ και τρίγωνα στα χέρια για την μία και μοναδική μέρα. Ο τόπος συνάντησης  ήταν προκαθορισμένος και φυσικά προκαθορισμένες ήταν κι οι παρέες μας, δύο το πολύ τριών ατόμων  για να μη μας βλέπουν πολλούς και δε μας δίνουν πολλά χρήματα και γλυκά.
Ως παιδιά βέβαια, γνωρίζαμε καλά τα συμφέροντά μας και ξέραμε να ξεχωρίζουμε τους ανοιχτοχέρηδες ,στους οποίους ψάλλαμε δυνατά όλες τις στροφές από τα κάλαντα, από τους τσιγκούνηδες, που άκουγαν το πολύ πολύ μια στροφή, μέχρι να μας δώσουν το ισχνό αντίτιμο για τον κόπο μας. Όσο γι’ αυτούς που δε μας άνοιγαν ποτέ, αλλά μας παρακολουθούσαν πίσω από τις κλειστές κουρτίνες του παραθυριού τους, κυκλοφορούσε μεταξύ μας η καταληκτική ευχή των καλάντων παραλλαγμένη ως εξής: « Σ’  αυτό το σπίτι που ‘ρθαμε μια πέτρα να ραγίσει και ο νοικοκύρης του σπιτιού ως αύριο να ψοφήσει». Άλλη αξιοσημείωτη σκηνή ήταν τα προσωπικά τυχερά του εκάστοτε παιδιού από τους συγγενείς του. Θυμάμαι χαρακτηριστικά τη θεία μου, με το που άνοιγε την πόρτα και πριν καλά καλά ανοίξουμε το στόμα μας, με κοιτούσε συνωμοτικά και σχεδόν με ταχυδακτυλουργικές κινήσεις μου έχωνε στη τσέπη το κατοστάρικο, ενώ στους άλλους έδινε εικοσάρικα.  Τέτοιες «πονηρές» θείες είχαμε όλοι μας, που να ήξεραν οι καημένες ότι μετά, στην διάρκεια της καταμέτρησης ομολογούσαμε αλλήλοις πόσα μας έδωσε η καθεμιά και τις ξεμπροστιάζαμε. Πάντως εμάς μας συνέφερε γιατί μ’ αυτό τον τρόπο ανεβάζαμε το κασέ μας κατακόρυφα.
Εκείνο όμως που θα θυμάμαι για πάντα είναι το τελευταίο σπίτι του χωριού. Έφτανες εκεί μετά από μια τεράστια ανηφόρα και σε περίμενε μια καλοσυνάτη γριούλα. Τα άλλα παιδιά δεν είχαν το κουράγιο ή και τη θέληση να ανέβουν και έφευγαν. Εγώ με τη φίλη μου δεν υπολογίζαμε την ανηφόρα μπροστά στα καλούδια της κυρά Λένης. Μας περίμενε πάντα και μας υποδέχονταν στο όμορφο μοσχοβολιστό δωματιάκι της με περισσή λαχτάρα. Μας έβαζε να κάτσουμε δίπλα στο τζάκι και αφού άκουγε όλα τα κάλαντα, μας έδινε ένα γενναίο φιλοδώρημα και ένα καλαθάκι με γλυκά και διάφορα δωράκια που είχε φτιάξει με τα χεράκια της ειδικά για μας. Για χρόνια αυτό ήταν το μυστικό μας με τη φίλη μου. Όταν οι άλλοι μας ρωτούσαν αν άξιζε τον κόπο να ανέβουν την κοπιαστική ανηφόρα, εμείς όλο θεατρινισμό τους απαντούσαμε: «απαπά με τίποτα μας βγήκε η γλώσσα μα ανέβουμε και τι πήραμε είκοσι δραχμές». Μέσα μας βέβαια, ευχόμασταν να είναι καλά η κυρά Λένη και του χρόνου για να μη χάσουμε την προνομιακή μας μεταχείριση.
 Κι αν αυτές οι όμορφες εποχές έχουν περάσει ανεπιστρεπτί η νοσταλγία και η θύμηση τους τις ξαναζωντανεύουν κάθε χρόνο, τέτοιες μέρες.

Καλά Χριστούγεννα σε όλους.

Τετάρτη 16 Αυγούστου 2017

Οδοιπορικό στο μονοπάτι της Μεσορόπης

Το μονοπάτι της Μεσορόπης ανοίχτηκε από το Δασαρχείο Καβάλας του 2006. Από τότε πέρασαν 11 χρόνια κι εγώ κάθε καλοκαίρι προσπαθούσα να οργανώσω την παρέα για να το περπατήσω. Κάθε φορά όμως μια αναποδιά ακύρωνε την προσπάθεια κι εγώ έμενα σαν το παππού του Βιζυηνού στο «Μόνον της ζωής μου ταξείδιον» να ονειρεύομαι τη διαδρομή! Και να που τελικά τα κατάφερα παραμονή Παναγιάς (14/8/2017) και μάλιστα με πολύ καλή και ταιριαστή παρέα. Αναχώρηση στις 5.30 το πρωί από το Φλαμούρι, όλοι στην  ώρα μας, Γιάννης, Χρήστος, Μαρία, Δημήτρης, Μαρία κι ο Θοδωρής λίγο πιο πάνω, έξω απ’ το σπίτι του σ’ αναμμένα κάρβουνα για το πότε θα φανούμε. Όλοι ορεξάτοι και ενθουσιώδεις, με τα σακίδια στην πλάτη, τις φωτογραφικές μηχανές και τα κινητά ανά χείρας για να απαθανατίσουμε τις στιγμές μας μέσα στη φύση.


Ακόμη, δεν είχε ξημερώσει και το σκοτεινό τοπίο φάνταζε απόμακρο και «φοβιστικό». Εμείς ξεκούραστοι ακόμα χαζογελούσαμε και κάναμε «μουχαμπέτια» περπατώντας. Μετά την πρώτη γέφυρα είχαμε το πρώτο απρόβλεπτο γεγονός, ο Χρήστος «έπαθε λάστιχο», αλλά ο Θοδωρής, το καλύτερο Βουλκανιζατέρ είχε μαζί του τα κατάλληλα υλικά για να μερεμιτίσει το παπούτσι που ξεκόλλησε και να σώσει την κατάσταση.

Επόμενη στάση για ξεκούραση  σ΄ ένα από τα  παγκάκια τις διαδρομής  δίπλα σε μια ταμπέλα, που μας θύμιζε ότι είχαμε ακόμα 3640 μ. αλλά εγώ δεν είχα καν συνειδητοποιήσει τη σημασία της, καθώς έψαχνα για την κατάλληλη πόζα για φωτογραφία. Ξεκίνημα με γέλια και φωνές και μετά από καμιά 200-300μ. κι αφού είχα ανέβει μια σειρά από σκαλοπάτια, διαπιστώνω ότι ξέχασα το ζουπανίκο( μπαστούνι) δίπλα στο παγκάκι. Άντε πάλι κάτω τρέχοντας +600μ. κι αν τώρα δε φαινόταν η επιπλέον διαδρομή, σας διαβεβαιώνω ότι φάνηκε πολύ αργότερα και πολύ έντονα.

                Στη συνέχεια της διαδρομής, το τοπίο τόσο μαγευτικό που δε ξέραμε τι να πρωτοκοιτάξουμε και τι να πρωτοαιχμαλωτίσουμε στο φακό μας. Τεράστιοι βράχοι, εντυπωσιακοί καταρράκτες, πανύψηλα δέντρα και δέντρα με καρπούς (δαμασκηνιές, κρανιές, ζαμπούκο)  μας συνόδευαν σε όλη τη διαδρομή. Κι ο Χρήστος κολλημένος με τα δαμάσκηνα να τα δοκιμάζει όλα και να ξινίζεται. Εγώ κι ο Δημήτρης το μάτι μας γυάλισε μόλις είδαμε τις κρανιές. Λικέρ από κράνα το καλύτερο αναφωνήσαμε ταυτόχρονα κι άντε να ψάχνουμε σακούλα εναγωνίως για να μαζέψουμε, όσα μας άφησε ο Θοδωρής που ήθελε να τα φάει όλα… κι έχω κι απόδειξη τη φωτογραφία παρακάτω…




                Η διαδρομή ανηφορική και κουραστική, εγώ να τα ‘χω παίξει  κάποια στιγμή σε μια άλλη ξύλινη γέφυρα, ο Θοδωρής που εκτός από Βουλκανιζατέρ αποδείχτηκε και ψιλικατζίδικο βγάζει ένα κρουασάν κι μας το μοιράζει, δίνοντας πρώτα σε μένα. Προφανώς είδε το χάλι μου. Κι εκεί που πήρα λίγο τα πάνω μου, βλέπω δίπλα μου τη ταμπέλα να γράφει 2.140μ. και με πιάνει κατάθλιψη. Ωστόσο, συνέχισα τη διαδρομή με πείσμα. Εξάλλου 11 χρόνια το περίμενα.
                Πέρασα άλλες δύο τέτοιες βασανιστικές ταμπέλες να μου υπενθυμίζουν πόσο δρόμο έχω ακόμη και να μου βγαίνει η γλώσσα. Αλλά τα κατάφερα, καθώς είχα και το Δημήτρη να με εμψυχώνει σε τακτά χρονικά διαστήματα.. Τελικά έφτασα στη «Ιθάκη», στο Σπήλαιο και απλώθηκα φαρδιά, πλατιά στα χόρτα. Τότε, είδα μπροστά μου τους πέτρινους γίγαντες να υψώνονται και άρχισα να φιλοσοφώ, σκεπτόμενη που θέλουν άραγε να φτάσουν αιώνες  τώρα… Είδα τα δέντρα να ανταγωνίζονται τα βράχια σε ύψος και το κρυστάλλινο νερό να βγαίνει αστείρευτο μέσα από τη σπηλιά.












                Αφού ο Θοδωρής με τη Μαρία εξερεύνησαν τη σπηλιά και βγήκαμε την καθιερωμένη selfie, αρχίσαμε την κάθοδο, προς άγραν σκιερού μέρους για να κάνουμε το πικ νικ μας.


 Τελικά, καθίσαμε κάτω από τις οξιές και τη στήσαμε την καρό κουβέρτα. Το μενού κλασικό, ντομάτα, αγγούρι, τυρί, αβγό βραστό, σαρμαδάκια, πιπέρια τηγανιτά, χορτόπιτα, βιολογικό σταφύλι από το αμπέλι του Θοδωρή και φυσικά τσιπουράκι για να πάρουν μπρος  οι μηχανές. Ο Γιάννης που δεν ήθελε να φάει, τον πήρε ένα «νουμπέτι»(*κοιμήθηκε) για να ξεκουραστεί.



                Έτσι πήραμε δυνάμεις και αρχίσαμε να κατηφορίζουμε. Κλασικά, ο Χρήστος έπαθε κι άλλο λάστιχο (ξεκόλλησε και το άλλο παπούτσι) αλλά ο Θοδωρής είχε προβλέψει και γι’ αυτό, είχε κι άλλο κορδόνι μαζί του. Είμαστε όλοι τόσο ξεθεωμένοι σωματικά αλλά και τόσο χαρούμενοι και αναζωογονημένοι ψυχικά, που μικροατυχίες και γλιστρήματα δε ήταν ικανά να μας χαλάσουν τη διάθεση.
                Κατεβαίναμε, λοιπόν και κατεβαίναμε, ώσπου φτάσαμε σ’ έναν τόσο εντυπωσιακό καταρράκτη, που με τίποτα δεν μπορούσαμε να συγκρατήσουμε το Θοδωρή, να μην κατεβεί και να βγάλει φωτογραφία, από ένα επικίνδυνο μονοπατάκι, μαζί κι οι άλλοι δυο τρελοί ο Χρήστος και η Μαρία. Εγώ κι ο Δημήτρης κάναμε πίσω, γιατί προσωπικά φημίζομαι για τις τούμπες μου στο βουνό. Κι αφού τα παιδιά φωτογραφίστηκαν και έπιασαν καραβίδες, συνεχίσαμε την κάθοδο.



Τελευταία στάση, σ’ ένα δροσερό παγκάκι-τραπέζι για να τελειώσουμε το μισοφαγωμένο σταφύλι του Θοδωρή, να μαζέψουμε τα σκουπίδια που κάποιοι άλλοι άφησαν χωρίς να σεβαστούν τα δώρα της φύσης και ντουγρού για το χωριό. Μετά από κει εμένα με πήρε η κατηφόρα και δεν σταμάτησα μέχρι που έφτασα στο χωριό. Ξαναμμένη αλλά απόλυτα ικανοποιημένη με όλα. Ανανεώσαμε το ραντεβού με τα παιδιά για του χρόνου την ίδια μέρα και αποφασίσαμε να το κάνουμε θεσμό.

                Εγώ τους ευχαριστώ όλους για τις όμορφες στιγμές που μου χάρισαν και μ’ ενέπνευσαν να γράψω αυτό το άρθρο…              

Σας προτείνω να τολμήσετε την ανάβαση, έστω για μια φορά, αξίζουν τον κόπο η κούραση κι ο ιδρώτας...
             




 Ακολουθούν λίγες ακόμη όμορφες στιγμές στις φώτο…









Τετάρτη 5 Ιουλίου 2017

Τα βότανα του Παγγαίου

Μια μέρα χτύπησε ξαφνικά το τηλέφωνό μου και την άλλη γραμμή ακούστηκε η φωνή της νηπιαγωγού του χωριού, Γάκη Σοφίας.  Μου πρότεινε την παρουσίαση μιας ομιλίας για τα βότανα του Παγγαίου σε ένα σεμινάριο που θα οργάνωνε συνεργαζόμενη  με τη πρωτοβάθμια διεύθυνση Καβάλας. Χωρίς να το πολυσκεφτώ  αποδέχτηκα την πρόταση.
Οι επόμενες μέρες με βρήκαν να αναζητώ, να διαβάζω, να συλλέγω πληροφορίες  για ένα αντικείμενο που ούτως ή άλλως  είχε προστεθεί τον τελευταίο καιρό στα ενδιαφέροντά μου. Και φυσικά, πώς θα μπορούσε να γίνει αλλιώς, όταν ζω και αναπνέω, κινούμαι και αγαπώ το βουνό και τη φύση. Πόσο μάλλον όταν πρόκειται για το Παγγαίο, το δικό μας βουνό, που με ελκύει σχεδόν μυστηριακά. Εξάλλου, όλοι γνωρίζουμε ότι η Μεσορόπη και κάθε χωριό δεν θα είχε την ίδια αξία, αν δε βρισκόταν στο Παγγαίο. Θα το ξαναπώ όσο τετριμμένο κι αν ακούγεται, το αγαπημένο μας βουνό είναι το «πολύδωρον όρος» με τη μακρά ιστορία και το φυσικό του πλούτο..
Το σεμινάριο έγινε στις 3/6/2016 με αφορμή την ημέρα περιβάλλοντος. Εγώ ενθουσιασμένη και γεμάτη αγωνία ήμουν πανέτοιμη και σαν καλή μαθήτρια περίμενα με ανυπομονησία την ώρα της παρουσίασης. Με τη βοήθεια της νηπιαγωγού και της αγαπημένης μου φίλης, της Βάσως Ντότσιου στήσαμε ένα όμορφο, φιλικό και φιλόξενο περιβάλλον για να δείξουμε στους «φίλους» που μας τίμησαν με την παρουσία τους  τις δυνατότητες  και τα κρυμμένα μυστικά των βοτάνων της περιοχής μας. Πράγματι, σε ένα ζεστό κλίμα και με απλότητα παρουσιάσαμε τις γνώσεις μας και τις εμπλουτίσαμε με αυτές των παρευρισκομένων μέσα από μια βοτανοκουβέντα.
Ακολούθησε μια βόλτα στη φύση για να δούμε από κοντά και να μαζέψουμε όσα βότανα βρούμε…

Πάρτε μια γεύση στις φωτογραφίες που ακολουθούν και παρακολουθήστε την παρουσίαση σε ppt παρακάτω…















                                                                                                                         

Σάββατο 1 Απριλίου 2017

Μεσορόπη, Άνοιξη 2017





Nα ’ναι Άνοιξη,
 να φυσάει αλαφρό αγεράκι 
και να περιδιαβαίνεις στα σοκάκια της Μεσορόπης.
∆ε μπόρεσα ποτέ να φανταστώ 
πώς γίνεται να 'ναι αλλιώς ο Παράδεισος"

Κατά παράφραση
Ν.Καζαντζάκης
Καλό μήνα σε όλους
Απρίλης 2017





Τετάρτη 1 Μαρτίου 2017

Μάρτης 2017, Μεσορόπη

Ρίτα Μπούμη-Παππά, «Ο Μάρτης και η Μάνα του»


Τον γνωρίζετε το Μάρτη,
τον τρελό και τον αντάρτη;
Ξημερώνει και βραδιάζει
κι εκατό γνώμες αλλάζει.
 
Βάζει η μάνα του μπουγάδα,
σχοινί δένει στη λιακάδα,
τα σεντόνια της ν’ απλώσει,
μια χαρά να τα στεγνώσει.
 
                                                                                                      
Νά που ο Μάρτης μετανιώνει
και τα σύννεφα μαζώνει
και να μάσει η μάνα τρέχει
τα σεντόνια, γιατί βρέχει!
 
Νά ο ήλιος σε λιγάκι,
φύσηξε το βοριαδάκι,
κι η φτωχή γυναίκα μόνη
τα σεντόνια ξαναπλώνει.
 

Μια βροντή κι ο ήλιος χάθη
μες στης συννεφιάς τα βάθη,
ρίχνει και χαλάζι τώρα,
ποποπό, τι άγρια μπόρα!
 
Ώς το βράδυ φορές δέκα
άπλωσε η φτωχή γυναίκα
την μπουγάδα, κι όρκο δίνει
Μάρτη να μην ξαναπλύνει.



 ΚΑΛΟ ΜΗΝΑ... ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΜΟΡΦΗ ΜΕΣΟΡΟΠΗ
1-03-2017

Δευτέρα 9 Ιανουαρίου 2017

Οδοιπορικό στα χιόνια… Μεσορόπη

Ξημερώματα Δευτέρας έχοντας στο νου μου τις μετεωρολογικές προβλέψεις για πυκνή χιονόπτωση στην περιοχή μας, κρυφοκοιτάζω από το παράθυρο, όλο λαχτάρα, ο ουρανός  θαμπός κόκκινος από τα νυχτερινά φώτα και απέναντι στη λάμπα το χιόνι να πέφτει σαν βροχή, κάτω στρωμένο καλά το χιόνι φαίνεται αφράτο. Πέφτω για ύπνο με ανυπομονησία για το πρωινό ξύπνημα…











7.30 η ώρα πετάγομαι από το κρεβάτι, ανοίγω την πόρτα και αντικρίζω το λευκό τοπίο των ονείρων μου- από παιδί το λαχταρούσα το χιόνι και μάλλον τώρα μου βγαίνει με κάθε ευκαιρία- Αμέσως, ξεσηκωνόμαστε οικογενειακώς σκουφιά, κασκόλ, γάντια, γαλότσες, ζουπανίκους (=στα μεσοροπιανά οι μαγκούρες) και φυσικά φωτογραφικές μηχανές ανά χείρας και βγαίνουμε στη γύρα…







Ανηφορίζουμε μέσα από το χωριό για που αλλού, κλασικά -σαν εικονογραφημένα-, Λακούδ’, Νεβριό, ο οποίος σημειωτέον έχει παγώσει.  Τριγύρω ησυχία απόλυτη κι όπως λέμε στο χωριό «τζάντζος δεν λαλεί» , ομορφιά απερίγραπτη, μέρη που έχουμε ξαναδεί και φωτογραφίσει άπειρες φορές ντυμένα τώρα στα λευκά, φαίνονται πιο όμορφα και προπάντων παντού απόλυτη σιωπή, γαλήνη και ηρεμία. Είναι από εκείνες τις φορές  που αναρωτιέται κανείς τι άλλο μπορεί να κάνει τον άνθρωπο ευτυχισμένο. Αποτυπώνουμε τις στιγμές, πριν περάσουν και ξεχαστούν- εξάλλου αυτός είναι και ο σκοπός της φωτογραφίας- και γυρνάμε σπίτι χαρούμενοι…
































Μετά το φαγητό και την μεσημεριανή ξεκούραση κι αφού ζεστάναμε το κοκαλάκι μας , γιατί στο μεταξύ  ξέχασα να πω η θερμοκρασία όλη την ημέρα δεν ανέβηκε πάνω από τους -5 C, ανήσυχα πνεύματα και επειδή δε θέλουμε ν’ αφήσουμε τις στιγμές να ξεχαστούν, όπως είπα πιο πάνω, ξαναβγαίνουμε με προορισμό αυτή τη φορά το λόφο του Προφήτη Ηλία.






 Περνάμε από τον  Κλωθώρη κι αυτός ντυμένος στα λευκά, -βέβαια δεν μπορώ να μην αναφέρω το παράδοξο του φετινού χειμώνα, το ρέμα στον Κλωθώρη που πάντα είχε νερό, φέτος λόγω προφανώς της παρατεταμένης ανομβρίας είναι ξερός και σήμερα καλυμμένος μ’ ένα παχύ  στρώμα χιονιού, αλλά βέβαια είναι κι αυτός ένας άλλος λόγος για να αποτυπωθεί σαν φωτογραφική στιγμή και να περάσει  στην ιστορία… Ανηφορίζουμε το Λικόπι και λίγο πριν την τελευταία στροφή ξεπροβάλει ο λόφος του  Προφήτη Ηλία μεγαλοπρεπής και χιονισμένος και μαγνητίζει τα βλέμματα μας και τις ψηφιακές μας οθόνες…



Η συνέχεια στις δικές σας ψηφιακές οθόνες
μέσα από τις φωτογραφίες μας...













Καλή βόλτα…