Πέμπτη 24 Μαΐου 2018

Ο φωτογράφος της Μεσορόπης, Γιώργος Ευστρατίου ή Μπαμπέζος

Γιώργος Ευστρατίου ή Μπαμπέζος, ο φωτογράφος του χωριού μας…
Ζούμε στην εποχή της ψηφιακής φωτογραφίας και των σέλφις. Οποιαδήποτε στιγμή μας αρέσει την απαθανατίζουμε είτε συνειδητά είτε από συνήθεια. Είμαστε όλοι μας εν δυνάμει « ερασιτέχνες φωτογράφοι», άλλοι περισσότερο  κι άλλοι λιγότερο επιτυχημένοι. Βέβαια αυτό δε μας στερεί το δικαίωμα να κλέβουμε λίγη από τη δόξα των πραγματικών φωτογράφων. Έτσι κι αλλιώς η θέαση και η αιχμαλώτιση της στιγμής είναι καθαρά υποκειμενικό στοιχείο. Το πιο σημαντικό, φυσικά, είναι πως όλα αυτά είναι δωρεάν και το μόνο που χρειάζεται είναι να βρεθούμε την κατάλληλη ώρα στο κατάλληλο μέρος, έστω  και κυρίως τυχαία, και απλά, να βγάλουμε το κινητό από την τσέπη και να πατήσουμε το κλικ. Κι αν η φωτογραφία  δε μας αρέσει, δε χάθηκε κι ο κόσμος υπάρχει και το κουμπί της διαγραφής και πάμε για την επόμενη.
 Όλα αυτά μέχρι πριν μια δεκαετία δεν ίσχυαν. Όποιος ήθελε να ασχοληθεί με τη φωτογραφία, έστω και πειραματικά, έπρεπε να δαπανήσει από τη μια, αρκετά χρήματα σε εξοπλισμό και σε αναλώσιμα υλικά και από την άλλη, άπειρες ώρες αφιερωμένες σε πειραματισμούς και βόλτες για να πετύχει το κατάλληλο πλάνο. Αλλά πάνω απ’ όλα να τρέφει αγάπη για τη φωτογραφία.
Εμείς εδώ στη Μεσορόπη είχαμε την τύχη να κινείται ανάμεσά μας ο δικός μας προσωπικός φωτογράφος. Ο λόγος για το Γιώργο Ευστρατίου, γνωστό σε όλους ως Μπαμπέζο. Άνθρωπος με πολλή αγάπη γι’ αυτό που έκανε και μπόλικη «τρέλα» για να μπορεί να το υποστηρίζει. Ήταν πανταχού παρόν σε όλες τις σημαντικές και ασήμαντες στιγμές του χωριού. Σχολικές γιορτές, παρελάσεις, εκκλησιαστικές γιορτές, έθιμα, στιγμές της καθημερινής ζωής, επαγγέλματα και απόψεις του χωριού είναι μόνο μερικά από τα θέματα της συλλογής του. Με τη φωτογραφική του μηχανή ανά χείρας απαθανάτιζε τα πάντα και τους πάντες, χωρίς να φείδεται κόπου και χρημάτων. Το εντυπωσιακό μάλιστα είναι ότι  δεν ήταν μόνιμος κάτοικος της Μεσορόπης. Μετά εμφάνιζε τις φωτογραφίες κι άλλοτε τις χάριζε απλόχερα κι άλλοτε τις προσέφερε έναντι μικρού αντιτίμου, για να μπορεί να στηρίζει το αγαπημένο του χόμπι. Κανείς δεν μπορούσε να αρνηθεί τη πόζα, όταν με το αφοπλιστικό χαμόγελό του και προταγμένο το φακό του του έκανε την πρόταση να γίνει το μοντέλο του. Πολλές φορές, μάλιστα οι ανυποψίαστοι «ήρωες» του φωτογραφικού του κόσμου  αντιλαμβάνονταν τη συμμετοχή τους, τότε μόνο,  όταν τους έφερνε τυπωμένη τη φωτογραφία με το πρόσωπό τους. Είχε κερδίσει με το σπαθί του τον τίτλο του φωτογράφου του χωριού. Ακόμη και σήμερα για όσους ασχολούνται με τη φωτογράφιση στο χωριό είναι χαρακτηριστική η εξής φράση: «Άντε ένας ο Μπαμπέζος κι ένας εσύ…»
Αν κανείς μελετήσει τις φωτογραφίες του θα καταλάβει ότι κάθε πτυχή της ζωής ενός τόπου μπορεί να αποτελέσει ερέθισμα για απαθανάτιση. Προπάντων, θα διαπιστώσει πόσο έχει αλλάξει το χωριό και πόσος κόσμος έχει φύγει. Μια γλυκιά νοσταλγία πλημμυρίζει, όποιον έχει την τύχη να κρατήσει λίγο στα χέρια του και να παρατηρήσει τις διάφορες σκηνές της μεσοροπιανής αλλοτινής ζωής. Κι επειδή, όπως είπαμε, η οπτική γωνία του κάθε φωτογράφου είναι εντελώς προσωπική υπόθεση και θέαση των πραγμάτων, γίνεται με αυτό το τρόπο αντιληπτός ο χαρακτήρας και ο έρωτας αυτού του ανθρώπου για το χωριό του, την Μεσορόπη. Τον τόπο καταγωγής του, τον οποίο κάθε φορά που τον επισκεπτόταν έπαιρνε ζωή και έμπνευση. Προσωπικά πιστεύω ότι αυτή η αγάπη  για το χωριό και η θέληση να καταγράψει την ιστορία του ήταν και τα ισχυρότερα του κίνητρα, ώστε να πιάσει στα χέρια του το φωτογραφικό φακό.
Ο Μπαμπέζος δεν είναι πια κοντά μας, έφυγε νωρίς. Ευτυχώς όμως πρόλαβε και κληροδότησε ένα κομμάτι από το αρχείο του στο Σύλλογο Μεσοροπιανών της Θεσσαλονίκης. Όλη η νεότερη ιστορία του χωριού μας είναι καταγραμμένη από το φωτογραφικό φακό του ακούραστου εραστή της φωτογραφίας και είμαστε τυχεροί που διασώθηκε. Το κενό που άφησε δυσαναπλήρωτο και οι μνηστήρες πολλοί… διδάξας όμως για μας τους νεότερους, ένας και μοναδικός, ο Γιώργος. Ο τελευταίος μιας εποχής που ζούσε τις στιγμές της και δεν τις παγίδευε μόνο.
Το βίντεο που ακολουθεί είναι αφιερωμένο στη μνήμη του και παρουσιάζει δικές του θεάσεις του αγαπημένου μας χωριού. Ας ρίξουμε κι εμείς μερικές κλεφτές ματιές στο πρόσφατο παρελθόν της Μεσορόπης… Νομίζω ότι κι ο ίδιος θα το χαίρεται από κει ψηλά που βρίσκεται και σίγουρα μας βλέπει…



Πέμπτη 10 Μαΐου 2018

Ο Μάης και ο μικρός παράδεισος της Μεσορόπης


Ο Μάης έχει μυστικά ερμηνεύει ο Παντελής Θαλασσινός και για μένα αυτά τα μυστικά ταυτίζονται με τα μυστικά της φύσης που περιβάλλει τη Μεσορόπη. Ο Μάης είναι ο μήνας που το χωριό στην αγκαλιά του Παγγαίου φορά τα ‘γιορτερά’ του και υποδέχεται κάθε επισκέπτη. Παραδοσιακά η Πρωτομαγιά εγκαινιάζει την εποχή που ο κόσμος ξεκινά να επισκέπτεται το χωριό για να απολαύσει τα φυσικά του κάλλη. Δέντρα, λουλούδια,  νερά αρμονικά πιασμένα χέρι χέρι στο χορό της άνοιξης. Το πράσινο κυριαρχεί σε όλες τις αποχρώσεις του και τα πουλιά στήνουν γιορτή.
                Λόγω της φυσικής θέσης του μαγαζιού μας στο χωριό η επαφή με τον κόσμο είναι δεδομένη και η τάση για φιλοξενία, εγγεγραμμένη στο dna των μεσοροπιανών μας κάνει να προσφέρουμε  εκτός από πληροφορίες και κανένα καφέ ως κέρασμα στους επισκέπτες. Έτσι, γνώρισα την ημέρα της Πρωτομαγιάς και τα τρία κορίτσια από τη Θεσσαλονίκη, τη Δαμιάνα, τη Δάφνη και τη Μαρία. Ενδιαφέρουσα γνωριμία για μένα και ακόμη πιο ενδιαφέρουσα η πληροφορία ότι την επίσκεψή τους την χρωστούν στο συγκεκριμένο μπλογκ. Τα κορίτσια μου έκαναν παρέα και στο τέλος τίμησαν και τα τοπικά προϊόντα που φτιάχνουμε με τα χέρια μας (λικέρ, βαλσαμικό ξίδι, πρωτότυπες μαρμελάδες κ.α.) δηλώνοντας  ξεκάθαρα την ικανοποίηση για την πρωτοτυπία των γεύσεων. Τις ευχαριστώ γι’ αυτό.
                Και επειδή η Πρωτομαγιά είναι η έναρξη της σεζόν για το χωριό, όπως είπαμε, πέντε μέρες αργότερα μια ομάδα 100 ατόμων επισκέφτηκε το χωριό μας, με κίνητρο την ανάβαση στο μονοπάτι για τη Βοσκόβρυση και φυσικά την αγάπη για το φυσικό πλούτο του Παγγαίου. Εμείς με παρότρυνση της Νάντιας, φτιάξαμε μία παρουσίαση των τοπικών προϊόντων μας – άλλος φτιάχνει σπιτικό ψωμί ,άλλος μαρμελάδες, άλλος γλυκά του κουταλιού, άλλος λουκάνικα, άλλος πρωτότυπες ξύλινες τσάντες και εμείς όσα προαναφέρθηκαν. Στήσαμε μια υποδοχή στην είσοδο του χωριού και κεράσαμε τους επισκέπτες μας. Αυτοί το χάρηκαν και το εκτίμησαν και φυσικά μας τίμησαν αγοράζοντας, ό,τι άρεσε στον καθένα.
                Αυτό που μου έκανε εμένα εντύπωση στην επαφή με τον κόσμο είναι η ικανοποίηση και ο ενθουσιασμός για την ομορφιά του χωριού και του βουνού. Αν βλέπατε πώς σπίθιζαν τα μάτια τους, καθώς κατέβαιναν από το βουνό ή από τη βόλτα τους στα σοκάκια του χωριού θα καταλαβαίνατε ότι δεν είναι υπερβολικά αυτά που περιγράφω. Έρχομαι, λοιπόν, να τονίσω την αξία του, που εμείς οι ντόπιοι συνεχώς ξεχνάμε, ίσως επειδή θεωρούμε δεδομένο τον τόπο μας. «Ζείτε  σ’ έναν μικρό παράδεισο, αυτό να το θυμάστε» ήταν τα λόγια κάποιου περαστικού «να αγαπάτε τον τόπο σας και να τον προσέχετε» συμπλήρωσε με χαμόγελο. Κάπου εκεί εγώ κούνησα το κεφάλι μου και σκέφτηκα πόσο δίκιο είχε. Οφείλουμε να αγαπάμε και να προσέχουμε τον τόπο μας, επαναλαμβάνω. Σε μας ντόπιους αναφέρομαι τώρα. Την επόμενη φορά, λοιπόν, που θα πάτε να πετάξετε ένα σκουπίδι στο ρέμα ή να κόψετε ένα δέντρο, που δεν είναι ξερό σκεφτείτε το διπλά. Ο μικρός μας παράδεισος για να συνεχίσει να υπάρχει, χρειάζεται την προσοχή και το ενδιαφέρον όλων μας. Με αγάπη Μαρία...
               

Τετάρτη 25 Απριλίου 2018

Παιχνίδια στις γειτονιές της Μεσορόπης



Παιχνίδια στις γειτονιές της Μεσορόπης
Κυριακή απόγευμα, κάθομαι έξω απ’ το μαγαζί μου στο Φλαμούρι και δίπλα μου κάθονται καμιά δεκαριά πιτσιρίκια, αγόρια και κορίτσια ηλικίας από 9 ως 17, τα βλέπω σκυμμένα πάνω απ’ τα κινητά και τρελαίνομαι.
Η μνήμη μου πάει πίσω στην δική μας εποχή και τα παιχνίδια που κάναμε κάθε απόγευμα σε διαφορετικές γειτονιές κατά καιρούς με τους φίλους μου.Ενδεικτικά αναφέρω μερικούς (η Μαρία, Ο Γιάννης, ο μεγάλος , ο Βαγγέλης, η Μεταξία, η Σούλα, ο Γιώργος, ο άλλος  Γιάννης, ο μικρός, η Κασιανή, ο Φώντας, η Στάσα, ο Νίκος,ο άλλος Γιώργος, ο ντιούξ, ο Δημήτρης, ο Θοδωρής, η Κατερίνα, ο άλλος Θοδωρής και  ένας ακόμη Γιώργος,ο ζωηρούλης. Σ’ αυτούς, βἐβαια  έρχονταν να προστεθούν και μια σειρά άλλοι που έρχονταν από τη Θεσσαλονίκη τα Σαββατοκύριακα και στις διακοπές να εμπλουτίσουν το «παιδικό»  δυναμικό, η Αλεξάνδρα, η Έλενα, η Χαριτίνη, η Παρθένα, η Πηνελόπη, η Παγώνα, ο Βασίλης, η Σπυριδούλα,η Ελευθερία, η Λένα, η Μίνα(ας με συγχωρήσουν κάποιοι, αν τους ξεχνώ).
Άλλες φορές παίζαμε στην αυλή του Δημοτικού σχολείου –που τότε ήταν μόνο χώμα- κουτσό, σκλαβάκια, πινακωτή και φυσικά ποδόσφαιρο. Χωρισμένοι σε αγόρια και κορίτσια, πανηγυρίζαμε για τα γκολ που βάζαμε, με τρόπο που μόνο τα παιδιά ξέρουν. Αργότερα, στον ίδιο χώρο, όταν μας έφεραν δύο ολοκαίνουριες μπασκέτες , ανακαλύψαμε το μπάσκετ και μαζί έναν σωρό από παιχνίδια, όπως ρολόι, ψείρες, διαγωνισμούς τριπόντων και άλλα πολλά. Άλλες φορές, παίζαμε  στο Άγαλμα τζαμί, μηλάκια  και μόλις σουρούπωνε κρυφτό. Άλλες φορές εκεί στο μασγίρ’, παίζαμε κλέφτες και αστυνόμους. Εκεί, όπου έμενε μια θεία, με το χαρακτηριστικό όνομα Τερψιθέα, που δε μας συμπαθούσε και πολύ και φυσικά ούτε κι εμείς. Σαν παιδιά λοιπόν σκανταλιάρικα καθώς τρέχαμε, δίναμε μια την σιδερένια πόρτα της και γινόμασταν καπνός, πριν εμφανιστεί κι αρχίσει τις φωνές. Γέλια, παιδικές κραυγές, χαρά για τη νίκη  πλημμύριζαν τις γειτονιές.
                Αλλά αυτό που θα μου μείνει αξέχαστο ήταν το βόλεϊ που παίζαμε έξω από το μαγαζί της κυρά – Λεμονιάς. Δε θυμάμαι πως έγινε η αρχή. Θυμάμαι έναν αυτοσχέδιο φιλέ από σκοινί, δεμένο στο μετρητή  της ΔΕΗ από τη μια και στο στύλο της ΔΕΗ από την άλλη –μάλλον θα μπορούσε να θεωρήσουμε τη ΔΕΗ χορηγό μας- που χώριζε το γήπεδο σε δύο μέρη. Το ραντεβού καθημερινό στις  5 μ.μ. περίπου, οι ομάδες προκαθορισμένες και το ματς άρχιζε και κρατούσε μέχρι την ώρα που δε βλέπαμε πια ούτε το σκοινί ούτε την μπάλα. Παιχνίδι μέχρι τελικής πτώσεως. Πολλές φορές έπαιζε μαζί  και ο κύριος Κώστας , ο άντρας της κυρίας Λεμονιάς που είχε το μαγαζί, και ήταν και καλός παίκτης. Εκεί να δεις γέλια και χαρές. Μια αγκαλιά παιδιά που μαλώναμε για τη μπάλα και σε πέντε λεπτά τα ξεχνούσαμε όλα.
Αυτά ξεπήδησαν από τα βάθη της μνήμης μου, εκείνη την Κυριακή το απόγευμα και σε μια στιγμή στη θέα μιας πορτοκαλί μπάλας γεννήθηκε η ιδέα…  Ξύπνησε το παιδί που κοιμόταν μέσα μου και με μιας σηκώθηκα μάζεψα τα παιδιά, έφερα ένα σκοινί και όπως παλιά, αυτή τη φορά στο Φλαμούρι, ξανάρχισε το παιχνίδι….
Το εντυπωσιακό ήταν ότι η πλειονότητα των παιδιών ανταποκρίθηκε αμέσως. Και κάπως έτσι αποδείχτηκε, ότι  η διάθεση για παιχνίδι κρύβεται στη ψυχή κάθε παιδιού. Κανένα ψηφιακό παιχνίδι δεν είναι πιο δυνατό από το πραγματικό παιχνίδι στην γειτονιά.  Αυτό που χρειάζεται είναι ένα κίνητρο για να ζωντανέψει.  
Από την ψηφιακή εποχή κρατάμε μόνο της φωτογραφίες που μας έβγαλε χθες η Σπυριδούλα, που έτυχε να περνά την ώρα που παίζαμε βόλεϊ και την ευχαριστώ γι’ αυτό.
Και φυσικά τη δυνατότητα που μου δίνει το διαδίκτυο να μοιραστώ τις αναμνήσεις και τις σκέψεις μου μαζί σας…






Κυριακή 15 Απριλίου 2018

Σάββατο 7 Απριλίου 2018

Μεσορόπη, Μέγα Σάββατο

Ν. Λύτρας, Στο μαγειρείο, 1872
Μέγα Σάββατο

Στο άκουσμα της

Μια μόνο φράση εντυπωμένη στο μυαλό από τα παιδικά μου χρόνια, βγαλμένη από τα πατρικά χείλη:

" Όλα τα Σάββατα κατηλεί λάδ' , μο το Μέγα Σάββατο δε κατηλεί..."

Η σπουδαιότητα της μέρας, διατυπωμένη με τον πιο περιεκτικό τρόπο...

Καλή Ανάσταση σε όλους
7/4/2018

Κυριακή 25 Μαρτίου 2018

25η Μαρτίου, Μεσορόπη



«Στς  τυραννίας  τά παληά, πί Τουρκίας χρόνια
στς Μεσωρόπης τά βουνά, στά κρύα καί στα χιόνια,
πλαρχηγοί λεοντόκαρδοι κντάρτες τριγυρνοσαν
γιά τς πατρίδας τήν τιμή, τά κρύα ψηφοσαν.

Μεσωρόπη, τερπνή καί λλοτε καί τώρα
εναι κοιτίς λληνισμο, θεσμν πατρίων χώρα.»

                                                                                                                               Θωμάς Γκίσδαβος
                                                Κλητήρ Κοινότητος Μεσωρόπης


Τρίτη 20 Μαρτίου 2018

Ο περιπτεράς της Μεσορόπης, Γιώργος Μαρούδας

Ο περιπτεράς της Μεσορόπης, Γιώργος Μαρούδας

Στη μικρή κοινωνία κάθε χωριού, υπάρχουν εστίες που επιδρούν στην κοινωνική ζωή του. Έτσι και στη Μεσορόπη, η εκκλησία, η κοινότητα, το σχολείο, η αγορά ήταν ζωντανά στοιχεία της. Πόσο μάλλον τα πρόσωπα που σχετίζονταν με αυτά, ο παπάς, ο γραμματέας, ο δάσκαλος αλλά και ο ψιλικατζής, ο φούρναρης, ο κουρέας και ο περιπτεράς.
φώτο Λουκάς Κόνιας
Σήμερα οι περισσότεροι απ’ αυτούς τους ανθρώπους έχουν πεθάνει ή έχουν αποσυρθεί από την ενεργό δράση. Ωστόσο, σημάδεψαν με την παρουσία τους τον τόπο και κυρίως τις γενιές από τριάντα και πάνω κι αξίζει να τους θυμόμαστε.
Ένας τέτοιος χαρακτηριστικός τύπος ήταν και ο περιπτεράς, Γιώργος Μαρούδας. Η φυσική θέση του περιπτέρου, στο Μεσοχώρι, τον καθιστούσε σήμα κατατεθέν του χωριού για μικρούς και μεγάλους. Επρόκειτο για ένα έξυπνο άτομο, που πολλές φορές ηθελημένα παρίστανε τον κουτό, έναν καπάτσο έμπορο τόσο, ώστε να πετυχαίνει το σκοπό του, την προώθηση των προϊόντων του. Μα πάνω απ’ όλα πρόθυμος υπηρέτης όλων. Για κάθε υπόθεση έβρισκε μια λύση και έναν τρόπο να σε εξυπηρετήσει, όσο το δυνατόν καλύτερα. Φυσικά, δεν του έλειπε το χιούμορ και μια λαϊκή θυμοσοφία, που πήγαζε από την πείρα του στη ζωή και την επαφή με τον πολύ κόσμο.
Προσωπικά, έχω πολλά να θυμάμαι απ’ αυτόν το συμπαθή Κύριο, που όλοι, μικροί, μεγάλοι  τον φώναζαν Μαρούδα κι εκείνος απαντούσε με πολύ χιούμορ: «Σας παρακαλώ, κύριε Μαρούδα». Καθώς έζησε μέχρι σχεδόν τα 100 χρόνια, μεγαλώσαμε μαζί, κι οι αναμνήσεις είναι πολλές.
Όπως κάθε παιδί , λοιπόν, έτσι κι εγώ κάθε απόγευμα έπαιρνα το χαρτζιλίκι μου και έτρεχα μαζί με τους φίλους μου να αγοράσω τα αγαπημένα μου γλυκίσματα, σοκολάτες, καραμέλες και προπάντων μαστίχες. Εκείνος, μόλις μας έβλεπε, χαμογελούσε και έσπευδε να μας εξυπηρετήσει, πειράζοντάς μας με διάφορα αστεία. Αυτά για τον χειμώνα, γιατί, μόλις άρχιζε ο καιρός να ζεσταίνει, το μυαλό μας πήγαινε κατευθείαν, στο βασιλιά των γλυκών, το παγωτό. Τότε, ήταν που έβρισκε τον μπελά του, αφού κάθε μέρα διατυπώναμε το αιώνιο ερώτημα: «Πότε, επιτέλους θα φέρεις παγωτά;» Εκείνος ακούραστος μας απαντούσε όλο νόημα: «Παγωτά θα φάτε το Πάσχα, γιατί από τώρα θα αρρωστήσετε και ποιος ακούει τους γονείς σας;» Ασχέτως, αν το Πάσχα έπεφτε Μάρτιο, Απρίλιο, Μάιο ήταν η μέρα ορόσημο για την αγορά παγωτού. Την Κυριακή του Πάσχα, λοιπόν, με το σχόλασμα της εκκλησίας ξεχυνόμασταν στην πλατεία για να δοκιμάσουμε το καινούριο παγωτό της χρονιάς. Εκείνος πιστός βοηθός καθόταν δίπλα μας για να μας δώσει το παγωτό που δε φτάναμε να πιάσουμε, ακόμα κι αν μπαίναμε ολόκληροι μες στο ψυγείο.
Κάποτε, όταν νέος έχασε τη γυναίκα του και έμεινε μόνος του, αφού τα παιδιά του βρίσκονταν μακριά και δεν μπορούσαν να είναι συνέχεια κοντά του, μερικές γυναίκες του χωριού, κάθε φορά που μαγείρευαν κάτι καλό, έστελναν κι ένα πιάτο ζεστό σπιτικό φαγητό στον φίλο τους, τον Μαρούδα. Η μαμά μου που ήξερε την ιδιαίτερη αγάπη του για τα γλυκά, πάντα χώριζε ένα κομμάτι νόστιμο γλυκό για να του το προσφέρει με χαρά. Και φυσικά ο μεταφορέας με το «γλυκό ταπεράκι» δεν ήταν άλλος από μένα. Δε θα ξεχάσω, πώς φώτιζε το πρόσωπό του, μόλις το αντίκριζε. Μάλιστα, πολλές φορές, ενώ δεν  το συνήθιζε, μου έχωνε κρυφά στη τσέπη την αγαπημένη μου μαστίχα.
Τρία ήταν τα αγαπημένα του πάθη, όπως έλεγε ο ίδιος: « το περίπτερο, η εκκλησία και η τοπική ποδοσφαιρική ομάδα, Μέγας Αλέξανδρος». Το περίπτερο, που έπρεπε να είναι συνεχώς ανοιχτό -ήταν βλέπετε επαγγελματίας -, συχνά του στερούσε την παρουσία του απ’ τ’ άλλα δύο. Και καλά η εκκλησία ήταν δυο βήματα από την πλατεία και κατάφερνε να ξεκλέβει λίγο χρόνο για να παρευρίσκεται στις λειτουργίες, οι αγώνες όμως της τοπικής ομάδας γίνονταν στο γήπεδο, το οποίο βρίσκονταν έξω απ’ το χωριό και ήταν δύσκολο να απομακρυνθεί από το περίπτερο του. Όταν τα παιδιά και τα εγγόνια ερχόταν τις Κυριακές και μπορούσαν να τον αντικαταστήσουν για λίγο, ήταν μες στη χαρά και έτρεχε κατευθείαν στο γήπεδο. Αργότερα, πάλι, όταν αυτοί έλειπαν κι εγώ είχα μεγαλώσει τόσο, ώστε να με εμπιστεύεται, άφηνε εμένα στο περίπτερο, κάτι που προσωπικά με γέμιζε ευχαρίστηση. Καθόμουν στο θρόνο του και σοβαρή σοβαρή εξυπηρετούσα την πελατεία και το συγύριζα με προσοχή και προθυμία, λες κι ήταν δικό μου. Κάθε φορά, που επέστρεφε με κερνούσε κι ένα γλύκισμα της αρεσκείας μου, ως ανταμοιβή για τις υπηρεσίες μου.
Δεν ήταν μορφωμένος, αλλά διέθετε μια λαϊκή και απλοϊκή σοφία, που μόνο λίγοι παλιοί άνθρωποι εκείνης της εποχής είχαν και που σήμερα δύσκολα συναντά κανείς. Κάθε φορά που κάποιος «έξυπνος μεσοροπιανός» τον περιγελούσε για κάποια πράξη του, λέγοντας του: « Ε, Μαρούδα, δεν έχεις μυαλό;» Εκείνος κουνούσε το κεφάλι του και απαντούσε: « Τι να το κάνω, ρε το μυαλό, μυαλό έχουν και τα κατσίκια, γνώμη δεν έχουν…» Και τον αποστόμωνε μια και καλή!
Έζησε πολλά χρόνια, έβλεπε Μεσοχώρι να αλλάζει, έβλεπε το χωριό να αλλάζει, έβλεπε τους ανθρώπους να αλλάζουν, να έρχονται και να φεύγουν. Εκείνος, όμως πιστός στο καθήκον, φύλακας και προστάτης της πλατείας. Προς το τέλος της ζωής του κι ενώ είχε αποχαιρετήσει σχεδόν όλους τους συνομήλικους φίλους του, αναγκάστηκε για χωροταξικούς λόγους να χάσει και τη προνομιακή θέση του στην πλατεία και να μετακινηθεί 30 μέτρα πιο πάνω. Τότε δε μίλησε, αλλά τα μάτια του πρόδιδαν την πίκρα και την απογοήτευση που ένιωσε, λες και μετατοπίστηκε από το επίκεντρο της  ζωής της πλατείας. Απόλυτα ρεαλιστής και με αρκετή δόση φλεγματικού χιούμορ έλεγε : «Τι περιμένω εγώ εδώ τώρα; Εμένα η θέση μου είναι κει κάτ’», εννοώντας τα νεκροταφεία. Έπειτα από λίγο καιρό έφυγε, πλήρης ημερών εκπληρώνοντας την επιθυμία του. Και κάπως έτσι άφησε άδεια το θρόνο του στο περίπτερο, τη θέση του στο γήπεδο και το στασίδι του στην εκκλησία. Αυτό το τελευταίο είδα προχθές και η μνήμες μου ξύπνησαν, δίνοντας μου κίνητρο να τις αποτυπώσω στο χαρτί, σαν ταπεινή μνεία. Για έναν άνθρωπο που δεν ήταν συγγενής μου, θύμιζε όμως, γιατί οι αναμνήσεις δεν κοιτούν συγγένειες, αλλά βασίζονται στην ζεστή επαφή με ανθρώπους διαφορετικά ξεχωριστούς για τον καθένα μας.

φώτο Λουκάς Κόνιας