Τετάρτη 25 Απριλίου 2018

Παιχνίδια στις γειτονιές της Μεσορόπης



Παιχνίδια στις γειτονιές της Μεσορόπης
Κυριακή απόγευμα, κάθομαι έξω απ’ το μαγαζί μου στο Φλαμούρι και δίπλα μου κάθονται καμιά δεκαριά πιτσιρίκια, αγόρια και κορίτσια ηλικίας από 9 ως 17, τα βλέπω σκυμμένα πάνω απ’ τα κινητά και τρελαίνομαι.
Η μνήμη μου πάει πίσω στην δική μας εποχή και τα παιχνίδια που κάναμε κάθε απόγευμα σε διαφορετικές γειτονιές κατά καιρούς με τους φίλους μου.Ενδεικτικά αναφέρω μερικούς (η Μαρία, Ο Γιάννης, ο μεγάλος , ο Βαγγέλης, η Μεταξία, η Σούλα, ο Γιώργος, ο άλλος  Γιάννης, ο μικρός, η Κασιανή, ο Φώντας, η Στάσα, ο Νίκος,ο άλλος Γιώργος, ο ντιούξ, ο Δημήτρης, ο Θοδωρής, η Κατερίνα, ο άλλος Θοδωρής και  ένας ακόμη Γιώργος,ο ζωηρούλης. Σ’ αυτούς, βἐβαια  έρχονταν να προστεθούν και μια σειρά άλλοι που έρχονταν από τη Θεσσαλονίκη τα Σαββατοκύριακα και στις διακοπές να εμπλουτίσουν το «παιδικό»  δυναμικό, η Αλεξάνδρα, η Έλενα, η Χαριτίνη, η Παρθένα, η Πηνελόπη, η Παγώνα, ο Βασίλης, η Σπυριδούλα,η Ελευθερία, η Λένα, η Μίνα(ας με συγχωρήσουν κάποιοι, αν τους ξεχνώ).
Άλλες φορές παίζαμε στην αυλή του Δημοτικού σχολείου –που τότε ήταν μόνο χώμα- κουτσό, σκλαβάκια, πινακωτή και φυσικά ποδόσφαιρο. Χωρισμένοι σε αγόρια και κορίτσια, πανηγυρίζαμε για τα γκολ που βάζαμε, με τρόπο που μόνο τα παιδιά ξέρουν. Αργότερα, στον ίδιο χώρο, όταν μας έφεραν δύο ολοκαίνουριες μπασκέτες , ανακαλύψαμε το μπάσκετ και μαζί έναν σωρό από παιχνίδια, όπως ρολόι, ψείρες, διαγωνισμούς τριπόντων και άλλα πολλά. Άλλες φορές, παίζαμε  στο Άγαλμα τζαμί, μηλάκια  και μόλις σουρούπωνε κρυφτό. Άλλες φορές εκεί στο μασγίρ’, παίζαμε κλέφτες και αστυνόμους. Εκεί, όπου έμενε μια θεία, με το χαρακτηριστικό όνομα Τερψιθέα, που δε μας συμπαθούσε και πολύ και φυσικά ούτε κι εμείς. Σαν παιδιά λοιπόν σκανταλιάρικα καθώς τρέχαμε, δίναμε μια την σιδερένια πόρτα της και γινόμασταν καπνός, πριν εμφανιστεί κι αρχίσει τις φωνές. Γέλια, παιδικές κραυγές, χαρά για τη νίκη  πλημμύριζαν τις γειτονιές.
                Αλλά αυτό που θα μου μείνει αξέχαστο ήταν το βόλεϊ που παίζαμε έξω από το μαγαζί της κυρά – Λεμονιάς. Δε θυμάμαι πως έγινε η αρχή. Θυμάμαι έναν αυτοσχέδιο φιλέ από σκοινί, δεμένο στο μετρητή  της ΔΕΗ από τη μια και στο στύλο της ΔΕΗ από την άλλη –μάλλον θα μπορούσε να θεωρήσουμε τη ΔΕΗ χορηγό μας- που χώριζε το γήπεδο σε δύο μέρη. Το ραντεβού καθημερινό στις  5 μ.μ. περίπου, οι ομάδες προκαθορισμένες και το ματς άρχιζε και κρατούσε μέχρι την ώρα που δε βλέπαμε πια ούτε το σκοινί ούτε την μπάλα. Παιχνίδι μέχρι τελικής πτώσεως. Πολλές φορές έπαιζε μαζί  και ο κύριος Κώστας , ο άντρας της κυρίας Λεμονιάς που είχε το μαγαζί, και ήταν και καλός παίκτης. Εκεί να δεις γέλια και χαρές. Μια αγκαλιά παιδιά που μαλώναμε για τη μπάλα και σε πέντε λεπτά τα ξεχνούσαμε όλα.
Αυτά ξεπήδησαν από τα βάθη της μνήμης μου, εκείνη την Κυριακή το απόγευμα και σε μια στιγμή στη θέα μιας πορτοκαλί μπάλας γεννήθηκε η ιδέα…  Ξύπνησε το παιδί που κοιμόταν μέσα μου και με μιας σηκώθηκα μάζεψα τα παιδιά, έφερα ένα σκοινί και όπως παλιά, αυτή τη φορά στο Φλαμούρι, ξανάρχισε το παιχνίδι….
Το εντυπωσιακό ήταν ότι η πλειονότητα των παιδιών ανταποκρίθηκε αμέσως. Και κάπως έτσι αποδείχτηκε, ότι  η διάθεση για παιχνίδι κρύβεται στη ψυχή κάθε παιδιού. Κανένα ψηφιακό παιχνίδι δεν είναι πιο δυνατό από το πραγματικό παιχνίδι στην γειτονιά.  Αυτό που χρειάζεται είναι ένα κίνητρο για να ζωντανέψει.  
Από την ψηφιακή εποχή κρατάμε μόνο της φωτογραφίες που μας έβγαλε χθες η Σπυριδούλα, που έτυχε να περνά την ώρα που παίζαμε βόλεϊ και την ευχαριστώ γι’ αυτό.
Και φυσικά τη δυνατότητα που μου δίνει το διαδίκτυο να μοιραστώ τις αναμνήσεις και τις σκέψεις μου μαζί σας…






Κυριακή 15 Απριλίου 2018

Σάββατο 7 Απριλίου 2018

Μεσορόπη, Μέγα Σάββατο

Ν. Λύτρας, Στο μαγειρείο, 1872
Μέγα Σάββατο

Στο άκουσμα της

Μια μόνο φράση εντυπωμένη στο μυαλό από τα παιδικά μου χρόνια, βγαλμένη από τα πατρικά χείλη:

" Όλα τα Σάββατα κατηλεί λάδ' , μο το Μέγα Σάββατο δε κατηλεί..."

Η σπουδαιότητα της μέρας, διατυπωμένη με τον πιο περιεκτικό τρόπο...

Καλή Ανάσταση σε όλους
7/4/2018

Κυριακή 25 Μαρτίου 2018

25η Μαρτίου, Μεσορόπη



«Στς  τυραννίας  τά παληά, πί Τουρκίας χρόνια
στς Μεσωρόπης τά βουνά, στά κρύα καί στα χιόνια,
πλαρχηγοί λεοντόκαρδοι κντάρτες τριγυρνοσαν
γιά τς πατρίδας τήν τιμή, τά κρύα ψηφοσαν.

Μεσωρόπη, τερπνή καί λλοτε καί τώρα
εναι κοιτίς λληνισμο, θεσμν πατρίων χώρα.»

                                                                                                                               Θωμάς Γκίσδαβος
                                                Κλητήρ Κοινότητος Μεσωρόπης


Τρίτη 20 Μαρτίου 2018

Ο περιπτεράς της Μεσορόπης, Γιώργος Μαρούδας

Ο περιπτεράς της Μεσορόπης, Γιώργος Μαρούδας

Στη μικρή κοινωνία κάθε χωριού, υπάρχουν εστίες που επιδρούν στην κοινωνική ζωή του. Έτσι και στη Μεσορόπη, η εκκλησία, η κοινότητα, το σχολείο, η αγορά ήταν ζωντανά στοιχεία της. Πόσο μάλλον τα πρόσωπα που σχετίζονταν με αυτά, ο παπάς, ο γραμματέας, ο δάσκαλος αλλά και ο ψιλικατζής, ο φούρναρης, ο κουρέας και ο περιπτεράς.
φώτο Λουκάς Κόνιας
Σήμερα οι περισσότεροι απ’ αυτούς τους ανθρώπους έχουν πεθάνει ή έχουν αποσυρθεί από την ενεργό δράση. Ωστόσο, σημάδεψαν με την παρουσία τους τον τόπο και κυρίως τις γενιές από τριάντα και πάνω κι αξίζει να τους θυμόμαστε.
Ένας τέτοιος χαρακτηριστικός τύπος ήταν και ο περιπτεράς, Γιώργος Μαρούδας. Η φυσική θέση του περιπτέρου, στο Μεσοχώρι, τον καθιστούσε σήμα κατατεθέν του χωριού για μικρούς και μεγάλους. Επρόκειτο για ένα έξυπνο άτομο, που πολλές φορές ηθελημένα παρίστανε τον κουτό, έναν καπάτσο έμπορο τόσο, ώστε να πετυχαίνει το σκοπό του, την προώθηση των προϊόντων του. Μα πάνω απ’ όλα πρόθυμος υπηρέτης όλων. Για κάθε υπόθεση έβρισκε μια λύση και έναν τρόπο να σε εξυπηρετήσει, όσο το δυνατόν καλύτερα. Φυσικά, δεν του έλειπε το χιούμορ και μια λαϊκή θυμοσοφία, που πήγαζε από την πείρα του στη ζωή και την επαφή με τον πολύ κόσμο.
Προσωπικά, έχω πολλά να θυμάμαι απ’ αυτόν το συμπαθή Κύριο, που όλοι, μικροί, μεγάλοι  τον φώναζαν Μαρούδα κι εκείνος απαντούσε με πολύ χιούμορ: «Σας παρακαλώ, κύριε Μαρούδα». Καθώς έζησε μέχρι σχεδόν τα 100 χρόνια, μεγαλώσαμε μαζί, κι οι αναμνήσεις είναι πολλές.
Όπως κάθε παιδί , λοιπόν, έτσι κι εγώ κάθε απόγευμα έπαιρνα το χαρτζιλίκι μου και έτρεχα μαζί με τους φίλους μου να αγοράσω τα αγαπημένα μου γλυκίσματα, σοκολάτες, καραμέλες και προπάντων μαστίχες. Εκείνος, μόλις μας έβλεπε, χαμογελούσε και έσπευδε να μας εξυπηρετήσει, πειράζοντάς μας με διάφορα αστεία. Αυτά για τον χειμώνα, γιατί, μόλις άρχιζε ο καιρός να ζεσταίνει, το μυαλό μας πήγαινε κατευθείαν, στο βασιλιά των γλυκών, το παγωτό. Τότε, ήταν που έβρισκε τον μπελά του, αφού κάθε μέρα διατυπώναμε το αιώνιο ερώτημα: «Πότε, επιτέλους θα φέρεις παγωτά;» Εκείνος ακούραστος μας απαντούσε όλο νόημα: «Παγωτά θα φάτε το Πάσχα, γιατί από τώρα θα αρρωστήσετε και ποιος ακούει τους γονείς σας;» Ασχέτως, αν το Πάσχα έπεφτε Μάρτιο, Απρίλιο, Μάιο ήταν η μέρα ορόσημο για την αγορά παγωτού. Την Κυριακή του Πάσχα, λοιπόν, με το σχόλασμα της εκκλησίας ξεχυνόμασταν στην πλατεία για να δοκιμάσουμε το καινούριο παγωτό της χρονιάς. Εκείνος πιστός βοηθός καθόταν δίπλα μας για να μας δώσει το παγωτό που δε φτάναμε να πιάσουμε, ακόμα κι αν μπαίναμε ολόκληροι μες στο ψυγείο.
Κάποτε, όταν νέος έχασε τη γυναίκα του και έμεινε μόνος του, αφού τα παιδιά του βρίσκονταν μακριά και δεν μπορούσαν να είναι συνέχεια κοντά του, μερικές γυναίκες του χωριού, κάθε φορά που μαγείρευαν κάτι καλό, έστελναν κι ένα πιάτο ζεστό σπιτικό φαγητό στον φίλο τους, τον Μαρούδα. Η μαμά μου που ήξερε την ιδιαίτερη αγάπη του για τα γλυκά, πάντα χώριζε ένα κομμάτι νόστιμο γλυκό για να του το προσφέρει με χαρά. Και φυσικά ο μεταφορέας με το «γλυκό ταπεράκι» δεν ήταν άλλος από μένα. Δε θα ξεχάσω, πώς φώτιζε το πρόσωπό του, μόλις το αντίκριζε. Μάλιστα, πολλές φορές, ενώ δεν  το συνήθιζε, μου έχωνε κρυφά στη τσέπη την αγαπημένη μου μαστίχα.
Τρία ήταν τα αγαπημένα του πάθη, όπως έλεγε ο ίδιος: « το περίπτερο, η εκκλησία και η τοπική ποδοσφαιρική ομάδα, Μέγας Αλέξανδρος». Το περίπτερο, που έπρεπε να είναι συνεχώς ανοιχτό -ήταν βλέπετε επαγγελματίας -, συχνά του στερούσε την παρουσία του απ’ τ’ άλλα δύο. Και καλά η εκκλησία ήταν δυο βήματα από την πλατεία και κατάφερνε να ξεκλέβει λίγο χρόνο για να παρευρίσκεται στις λειτουργίες, οι αγώνες όμως της τοπικής ομάδας γίνονταν στο γήπεδο, το οποίο βρίσκονταν έξω απ’ το χωριό και ήταν δύσκολο να απομακρυνθεί από το περίπτερο του. Όταν τα παιδιά και τα εγγόνια ερχόταν τις Κυριακές και μπορούσαν να τον αντικαταστήσουν για λίγο, ήταν μες στη χαρά και έτρεχε κατευθείαν στο γήπεδο. Αργότερα, πάλι, όταν αυτοί έλειπαν κι εγώ είχα μεγαλώσει τόσο, ώστε να με εμπιστεύεται, άφηνε εμένα στο περίπτερο, κάτι που προσωπικά με γέμιζε ευχαρίστηση. Καθόμουν στο θρόνο του και σοβαρή σοβαρή εξυπηρετούσα την πελατεία και το συγύριζα με προσοχή και προθυμία, λες κι ήταν δικό μου. Κάθε φορά, που επέστρεφε με κερνούσε κι ένα γλύκισμα της αρεσκείας μου, ως ανταμοιβή για τις υπηρεσίες μου.
Δεν ήταν μορφωμένος, αλλά διέθετε μια λαϊκή και απλοϊκή σοφία, που μόνο λίγοι παλιοί άνθρωποι εκείνης της εποχής είχαν και που σήμερα δύσκολα συναντά κανείς. Κάθε φορά που κάποιος «έξυπνος μεσοροπιανός» τον περιγελούσε για κάποια πράξη του, λέγοντας του: « Ε, Μαρούδα, δεν έχεις μυαλό;» Εκείνος κουνούσε το κεφάλι του και απαντούσε: « Τι να το κάνω, ρε το μυαλό, μυαλό έχουν και τα κατσίκια, γνώμη δεν έχουν…» Και τον αποστόμωνε μια και καλή!
Έζησε πολλά χρόνια, έβλεπε Μεσοχώρι να αλλάζει, έβλεπε το χωριό να αλλάζει, έβλεπε τους ανθρώπους να αλλάζουν, να έρχονται και να φεύγουν. Εκείνος, όμως πιστός στο καθήκον, φύλακας και προστάτης της πλατείας. Προς το τέλος της ζωής του κι ενώ είχε αποχαιρετήσει σχεδόν όλους τους συνομήλικους φίλους του, αναγκάστηκε για χωροταξικούς λόγους να χάσει και τη προνομιακή θέση του στην πλατεία και να μετακινηθεί 30 μέτρα πιο πάνω. Τότε δε μίλησε, αλλά τα μάτια του πρόδιδαν την πίκρα και την απογοήτευση που ένιωσε, λες και μετατοπίστηκε από το επίκεντρο της  ζωής της πλατείας. Απόλυτα ρεαλιστής και με αρκετή δόση φλεγματικού χιούμορ έλεγε : «Τι περιμένω εγώ εδώ τώρα; Εμένα η θέση μου είναι κει κάτ’», εννοώντας τα νεκροταφεία. Έπειτα από λίγο καιρό έφυγε, πλήρης ημερών εκπληρώνοντας την επιθυμία του. Και κάπως έτσι άφησε άδεια το θρόνο του στο περίπτερο, τη θέση του στο γήπεδο και το στασίδι του στην εκκλησία. Αυτό το τελευταίο είδα προχθές και η μνήμες μου ξύπνησαν, δίνοντας μου κίνητρο να τις αποτυπώσω στο χαρτί, σαν ταπεινή μνεία. Για έναν άνθρωπο που δεν ήταν συγγενής μου, θύμιζε όμως, γιατί οι αναμνήσεις δεν κοιτούν συγγένειες, αλλά βασίζονται στην ζεστή επαφή με ανθρώπους διαφορετικά ξεχωριστούς για τον καθένα μας.

φώτο Λουκάς Κόνιας


Σάββατο 17 Φεβρουαρίου 2018

Σκέψεις σχολικής ζωής...


          
        Η απόφαση για τη συγχώνευση ενός σχολείου είναι κατεξοχήν θέμα εκπαιδευτικής και κοινωνικής πολιτικής. Εγώ δε θα σταθώ στην ορθότητα της απόφασης αυτής, καθώς δεν θεωρούμαι αρμόδια. Αυτό που νομιμοποιούμαι όμως να κάνω είναι να εκφράσω τις σκέψεις μου και τα συναισθήματα μου τώρα περίπου 10 χρόνια μετά την συγχώνευση του δημοτικού σχολείου Μεσορόπης στο Δημοτικό Σχολείο Μελισσοκομείου, έχοντας ζήσει το πριν και το μετά.
Το σχολείο είναι σημείο αναφοράς για την κοινωνία ενός μικρού χωριού. Αποτελεί κοιτίδα πολιτισμού και πρόσληψης γνώσεων όχι μόνο για τα παιδιά που φοιτούν σ’ αυτό αλλά και για όλους τους κατοίκους του.
Θυμάμαι, κάθε πρωί που πηγαίναμε στο σχολείο και ο δρόμος μας περνούσε από τα σπίτια κάποιων γιαγιάδων, την ώρα που σκούπιζαν τις αυλές τους, με πόση χαρά μας καλημέριζαν. Μάλιστα κάποιες από αυτές είχαν στις τσέπες τους καραμέλες για να μας τις δώσουν να τις φάμε την ώρα του διαλείμματος. Το μεσημέρι, πάλι που επιστρέφαμε στο σπίτι, ένας παππούς μας περίμενε πάντα καθισμένος στο παγκάκι, εκεί στο Άγαλμα και μας ρωτούσε γεμάτος λαχτάρα: «Τι μάθατε σήμερα, παιδούδια μ΄, στο σχολείο; Πείτε κι μένα να μάθω». Κι εμείς του λέγαμε
ό, τι μας ερχόταν στο μυαλό -αλήθειες και ψέματα - και βλέπαμε την ικανοποίηση ζωγραφισμένη στο βλέμμα του.
Όταν πάλι ξεκινούσε η χρονιά όλο το χωριό βρισκόταν σε αναστάτωση, να υποδεχθεί τους καινούργιους δασκάλους, να μάθει αν είναι καλοί και αν θα μείνουν για χρόνια ή είναι αναπληρωτές. Υπήρχαν δάσκαλοι  που ήρθαν ανύπαντροι και έφυγαν παντρεμένοι ή έμειναν εδώ για πάντα, γιατί ερωτεύτηκαν τον τόπο και τους ανθρώπους του.
Κάθε φορά που η καμπάνα χτυπούσε για μια μεγάλη γιορτή, οι γιαγιάδες κοιτούσαν την πόρτα της εκκλησίας ανυπομονώντας, για την ώρα που θα έμπαινε σύσσωμο το πλήρωμα του δημοτικού σχολείου. Έτσι γέμιζε η εκκλησιά φωνές και παιδική ζωηράδα και έπαιρνε άλλο χαρακτήρα η γιορτή. Θυμάμαι, με πόση περηφάνια παρελαύναμε στις εθνικές επετείους, καμαρωτοί μαθητές μπροστά απ’ το Μεσοχώρι, όπου συγκεντρώνονταν ο μεγάλος όγκος του πλήθους να μας χειροκροτήσει. Όλοι είχαν, δεν είχαν παιδιά εκείνη την ημέρα κατέβαιναν να γιορτάσουν και να ακούσουν τα ποιήματα τα αφιερωμένα στους μεγάλους ήρωες της πατρίδας. Κι εμείς οι μαθητές γεμάτοι τρακ προσπαθούσαμε να δώσουμε τον καλύτερο μας εαυτό.


Μια χρονιά μάλιστα, για την επέτειο του 1940 ανεβάσαμε μια θεατρική παράσταση με τίτλο «Ελληνίδες του ’40». Ήμαστε στην ε΄ τάξη και ήταν η πρώτη φορά που θα παίζαμε θέατρο. Περιττό να περιγράψω τον ενθουσιασμό μας. Αφιερώσαμε άπειρες ώρες, θυσιάσαμε ακόμη και τις απογευματινές ώρες του παιχνιδιού, που ήταν ιερές για μας. Όλο το χωριό συμμετείχε στην προετοιμασία, άλλοι μας βοήθησαν στα ενδυματολογικά βγάζοντας από τα μπαούλα τους παραδοσιακές φορεσιές, φουστάνια νυφικά και κουστούμια γαμπριάτικα και άλλοι μας βοήθησαν στο στήσιμο των σκηνικών, προσφέροντας ξύλα, έπιπλα, χαλιά και άλλα υλικά. Την ημέρα της παράστασης, η αίθουσα ασφυκτιούσε από κόσμο, ήταν το γεγονός της χρονιάς. Κατά τη διάρκειά του, επικρατούσε απόλυτη σιγή, όλοι ήταν αφοσιωμένοι, άλλοι έκλαιγαν από συγκίνηση και το τελικό χειροκρότημα δεν έλεγε να σταματήσει. Για πολύ καιρό ήταν το θέμα συζήτησης στα καφενεία και στους χωρατάδες.
Άλλο σημείο αναφοράς, ήταν η αυλή του σχολείου, αποτελούσε τόπο απογευματινής συγκέντρωσης για παιχνίδι. Τα παιχνίδια άλλαζαν από καιρό σε καιρό. Άλλοτε παίζαμε ποδόσφαιρο χωρισμένοι σε ομάδες αγοριών και κοριτσιών κι όταν τα κορίτσια νικούσαμε εκεί γινόταν χαμός. Άλλοτε, φτιάχναμε σπίτια, άλλοι κάτω απ’ τις ελιές, άλλοι κάτω από τα πεύκα και άλλοι στην αυλή της Αγίας Κυριακής, σκουπίζαμε, μαγειρεύαμε, κάναμε επισκέψεις ο ένας στον άλλο, όλα αυτά με πράγματα της φύσης και αντικείμενα που βρίσκαμε στην αυλή του αγαπημένου μας σχολείου.

Το αγαπούσαμε το σχολείο, το φροντίζαμε σαν το σπίτι μας, το σεβόμασταν. Όταν μας έφερναν ξύλα για τις σόμπες του σχολείου, γινόμασταν μια αλυσίδα και τα βάζαμε στην αποθήκη στο άψε σβήσε και όταν τελείωναν τα προσανάμματα, πηγαίναμε εκδρομή στον Προφήτη Ηλία και μαζεύαμε σουσούρες από τις πλαγιές του βουνού.
Στις ονομαστικές γιορτές των δασκάλων στήναμε ολόκληρες συνομωσίες για να πάρουμε κρυφά δώρο και να τους κάνουμε έκπληξη. Οι δάσκαλοι πάλι έπαιζαν μαζί μας στην αυλή καμάρα, λάστιχο, ποδόσφαιρο και μηλάκια.
Την μεγάλη σημασία της παρουσίας ενός δημοτικού σχολείου σε μια τοπική κοινότητα δεν την συνειδητοποιούν όλοι, όταν αυτή θεωρείται δεδομένη. Όταν όμως το σχολείο κλείνει γίνεται ευρύτερα αντιληπτό ότι ένα κομμάτι του χωριού ξαφνικά σταματά να ζει. Τα παιδιά συνεχίζουν να πηγαίνουν σχολείο, αλλά οι αναμνήσεις τους απ’ αυτό δεν πρόκειται να συνδεθούν πότε πια με τον τόπο, όπου ζουν, γιατί απλά πηγαίνουν σχολείο σ’ έναν ξένο γι’ αυτά τόπο. Οι αναμνήσεις των παλιών γενιών θα ζωντανεύουν για λίγο καιρό ακόμη στις κουβέντες τους. Άνθρωποι ηλικίας από 30 μέχρι 100 έχουν ακόμη κάποιες ιστορίες να διηγηθούν για τη σχολική ζωή της Μεσορόπης. Για πόσο ακόμη;












Σάββατο 23 Δεκεμβρίου 2017

Τα κάλαντα στη Μεσορόπη


                            Τα κάλαντα στο χωριό
Όταν ήμασταν παιδιά η αγαπημένη μας γιορτή ήταν τα Χριστούγεννα. Παραμονές της μεγάλης γιορτής με το κλείσιμο του σχολείου το χωριό γέμιζε κόσμο. Τα στολισμένα χωριάτικα σπιτάκια και οι καμινάδες που ανέδυαν την μυρωδιά του καμένου ξύλου  δημιουργούσαν μια ατμόσφαιρα παραμυθένια ειδικά τις νυχτερινές ώρες. Σπίτια φτωχά αλλά πλούσια σε θαλπωρή και γεμάτα ψυχική ζεστασιά.
Εμείς τα παιδιά ήμασταν διπλά χαρούμενα. Από τη μια έρχονταν οι φίλοι μας από τα κοντινά αστικά κέντρα για τις διακοπές τους στο χωριό και αυτό σήμαινε ατέλειωτες ώρες παιχνιδιού και ξεγνοιασιάς, από την άλλη όλο το χρόνο περιμέναμε την παραμονή των Χριστουγέννων για να ψάλλουμε τα κάλαντα και να μαζέψουμε «φραγκούδια», όπως έλεγαν και οι  γιαγιάδες μας. Στο παιδικό μας μυαλό μάλιστα θεωρούσαμε τους εαυτούς μας τυχερούς, γιατί στο χωριό μας λέγαμε τέσσερις φορές τα κάλαντα, καθώς, ως γνωστόν, χωρίζεται σε Παλαιό και Νέο ημερολόγιο και ως εκ τούτου γιορτάζουμε δύο Χριστούγεννα και δύο Πρωτοχρονιές.
Όταν η πολυπόθητη ημέρα της παραμονής έφτανε, ξυπνούσαμε νωρίς νωρίς, εξοπλιζόμασταν με σκουφιά, γάντια, κασκόλ και τρίγωνα στα χέρια για την μία και μοναδική μέρα. Ο τόπος συνάντησης  ήταν προκαθορισμένος και φυσικά προκαθορισμένες ήταν κι οι παρέες μας, δύο το πολύ τριών ατόμων  για να μη μας βλέπουν πολλούς και δε μας δίνουν πολλά χρήματα και γλυκά.
Ως παιδιά βέβαια, γνωρίζαμε καλά τα συμφέροντά μας και ξέραμε να ξεχωρίζουμε τους ανοιχτοχέρηδες ,στους οποίους ψάλλαμε δυνατά όλες τις στροφές από τα κάλαντα, από τους τσιγκούνηδες, που άκουγαν το πολύ πολύ μια στροφή, μέχρι να μας δώσουν το ισχνό αντίτιμο για τον κόπο μας. Όσο γι’ αυτούς που δε μας άνοιγαν ποτέ, αλλά μας παρακολουθούσαν πίσω από τις κλειστές κουρτίνες του παραθυριού τους, κυκλοφορούσε μεταξύ μας η καταληκτική ευχή των καλάντων παραλλαγμένη ως εξής: « Σ’  αυτό το σπίτι που ‘ρθαμε μια πέτρα να ραγίσει και ο νοικοκύρης του σπιτιού ως αύριο να ψοφήσει». Άλλη αξιοσημείωτη σκηνή ήταν τα προσωπικά τυχερά του εκάστοτε παιδιού από τους συγγενείς του. Θυμάμαι χαρακτηριστικά τη θεία μου, με το που άνοιγε την πόρτα και πριν καλά καλά ανοίξουμε το στόμα μας, με κοιτούσε συνωμοτικά και σχεδόν με ταχυδακτυλουργικές κινήσεις μου έχωνε στη τσέπη το κατοστάρικο, ενώ στους άλλους έδινε εικοσάρικα.  Τέτοιες «πονηρές» θείες είχαμε όλοι μας, που να ήξεραν οι καημένες ότι μετά, στην διάρκεια της καταμέτρησης ομολογούσαμε αλλήλοις πόσα μας έδωσε η καθεμιά και τις ξεμπροστιάζαμε. Πάντως εμάς μας συνέφερε γιατί μ’ αυτό τον τρόπο ανεβάζαμε το κασέ μας κατακόρυφα.
Εκείνο όμως που θα θυμάμαι για πάντα είναι το τελευταίο σπίτι του χωριού. Έφτανες εκεί μετά από μια τεράστια ανηφόρα και σε περίμενε μια καλοσυνάτη γριούλα. Τα άλλα παιδιά δεν είχαν το κουράγιο ή και τη θέληση να ανέβουν και έφευγαν. Εγώ με τη φίλη μου δεν υπολογίζαμε την ανηφόρα μπροστά στα καλούδια της κυρά Λένης. Μας περίμενε πάντα και μας υποδέχονταν στο όμορφο μοσχοβολιστό δωματιάκι της με περισσή λαχτάρα. Μας έβαζε να κάτσουμε δίπλα στο τζάκι και αφού άκουγε όλα τα κάλαντα, μας έδινε ένα γενναίο φιλοδώρημα και ένα καλαθάκι με γλυκά και διάφορα δωράκια που είχε φτιάξει με τα χεράκια της ειδικά για μας. Για χρόνια αυτό ήταν το μυστικό μας με τη φίλη μου. Όταν οι άλλοι μας ρωτούσαν αν άξιζε τον κόπο να ανέβουν την κοπιαστική ανηφόρα, εμείς όλο θεατρινισμό τους απαντούσαμε: «απαπά με τίποτα μας βγήκε η γλώσσα μα ανέβουμε και τι πήραμε είκοσι δραχμές». Μέσα μας βέβαια, ευχόμασταν να είναι καλά η κυρά Λένη και του χρόνου για να μη χάσουμε την προνομιακή μας μεταχείριση.
 Κι αν αυτές οι όμορφες εποχές έχουν περάσει ανεπιστρεπτί η νοσταλγία και η θύμηση τους τις ξαναζωντανεύουν κάθε χρόνο, τέτοιες μέρες.

Καλά Χριστούγεννα σε όλους.