Τρίτη 25 Σεπτεμβρίου 2018

Το μαγαζάκι της Ασημούλας




Το μαγαζάκι της Ασημούλας ήταν ένα από ‘κείνα τα γραφικά μπακάλικα του παλιού καιρού. Μια χαμηλή ξύλινη πόρτα κι ένα φαρδύ σκαλοπάτι, από το οποίο έπρεπε να πηδήξεις, σε οδηγούσαν στο υπόγειο παντοπωλείο. Η μυρωδιά του ήταν  ένας συνδυασμός  του ασβέστη στους «μπουζάτους» τοίχους, των μπαχαρικών, των απορρυπαντικών, της καραμέλας και του μπισκότου. Νομίζω όλοι θα τη θυμάστε. Μπροστά τοποθετημένα σε κουτιά τα γαριδάκια, δρακουλίνια, φοφίκο, φουντούνια πιτσίνια, τι και τι, έξτρα κι άλλα πολλά. Προχωρούσες λίγο στο διάδρομο και έβλεπες στα δεξιά τα ανοιχτά τσουβάλια με τη ζάχαρη, τα φασόλια, το ρύζι, τις φακές. Από πάνω τους κάθε λογής ζαχαρωτά, σοκολάτες ίον, σοκοφρέτες, κουκουρούκου και κις κι οι αγαπημένες μου μαστίχες, μπιγκ μπάμπολ. Αριστερά και λίγο πιο μέσα χλωρίνη, ρολί, όμο, άβα κι άλλα απορρυπαντικά. Λίγο πιο πέρα ήταν το τμήμα με τα τυποποιημένα προϊόντα τράτα, σάλτσα, μακαρόνια, φιδές, αλεύρι κ.α. Στο βάθος του μαγαζιού ένας τεράστιος πάγκος που χώριζε το χώρο του ιδιοκτήτη από των πελατών.
 Κάπου εκεί πίσω σε μια ειδικά διαμορφωμένη παλιά πολυθρόνα καθόταν η Ασημούλα, μια κοντούλα, συμπαθητική και πάνω απ’όλα ευγενική και χαμογελαστή κυριούλα, που δεν παντρεύτηκε και δεν έκανε παιδιά, αλλά μας αγαπούσε πολύ σαν δικά της παιδιά. Μάλιστα, εκτός από τα παιδιά αγαπούσε πολύ τα γατιά, γι’ αυτό είχε πάντα στο μαγαζί  για συντροφιά μια γάτα, πότε ασπρόμαυρη και πότε ψαρή. Αγαπημένη της ατάκα: «Ναι, χρυσά μ, θα διω αν έχω». Μου φαίνεται σαν να τη βλέπω τώρα μπροστά μου να ζυγίζει σ’ εκείνη τη παλιά ζυγαριά με τους δίσκους, που βρίσκονταν στην άκρη του πάγκου της, τις φακές, τη ζάχαρη και τα φασόλια. Ήταν κοκέτα σε όλα της, με το καρέ μαλλί της, την καθαρή της ρόμπα, την ποδιά της και τη ζακετούλα, που έριχνε πάντα πάνω της για να μην κρυώσει. Όταν της έδινες  για το προϊόν που αγόραζες  χαρτονόμισμα, εκείνη το ίσιωνε καλά, άνοιγε το ξύλινο συρτάρι του πάγκου της, όπου φυλούσε τακτοποιημένα τα πολύτιμα «φραγκούδια» της και με αργές κινήσεις, σαν σε τελετουργικό, σου έδινε τα ρέστα, με πρώτη λέξη πάντα το «ευχαριστώ» και τελευταία το «παρακαλώ».
Φωτογραφικό αρχείο, Γαϊταντζή Μαρία
Το χειμώνα καθόταν εκεί πίσω από το πάγκο κι είχε ένα μαγκάλι για ζεστασιά και τη γάτα στην αγκαλιά της. Το καλοκαίρι καθόταν σε μια κοντή καρεκλίτσα στην είσοδο του μαγαζιού κι η γάτα δίπλα της στα σκαλιά. Από κει σε υποδέχονταν με το χαμόγελο, λες κι έμπαινες στο σπιτικό της. Αν πάλι είχες λίγο παραπάνω χρόνο και καθόσουν δίπλα της θα σου έλεγε ένα σωρό ιστορίες από τα παλιά.
Αυτό ήταν το γραφικό μαγαζάκι της Ασημούλας, η ψυχή της γειτονιάς, ανοιχτό πρωί, απόγευμα, βρέξει, χιονίσει περίμενε να τρίξει η πόρτα και να μπει ο πελάτης για να προμηθευτεί τα καλούδια της παλιάς εκείνης εποχής…