Μεσορόπη ...Ιστορίες του καπνού
Η καλλιέργεια
του καπνού ήταν για πολλά χρόνια στενά συνδεδεμένη με την αγροτική ζωή του
τόπου μας. Αν και προσωπικά δεν πρόλαβα την μεγάλη άνθιση των καπνομάγαζων στο
χωριό, οι μνήμες μου από παιδί είναι έντονες. Σαν οικογένεια δεν είχαμε ποτέ
καπνά, όμως γείτονες και συγγενείς υπήρξαν καπνοπαραγωγοί και έτσι είχα άμεση
επαφή με τη βασική αυτή εργασία, που κάλυπτε σχεδόν όλες τις ώρες της ημέρας
και όλες τις εποχές.
Η ασχολία με
τον καπνό ήταν στην ουσία η ζωή των κατοίκων της Μεσορόπης. Από το φύτεμα μέχρι
την πώληση μεσολαβούσε σχεδόν ένας χρόνος και ο κόπος ήταν πολύς και
ανυπολόγιστης αξίας σε σχέση με το αντίτιμο, που έπαιρνε κάθε οικογένεια. Στην
ουσία δούλευε μια ολόκληρη οικογένεια με την αμοιβή ενός εργάτη.
Τους
καλοκαιρινούς μήνες της συγκομιδής μια
τέτοια οικογένεια ξεκινούσε πολύ νωρίς τη μέρα της. Γύρω στις 2.30 – 3.00 τα
ξημερώματα τα χωριό ξυπνούσε από το θόρυβο των αγροτικών οχημάτων, με τα οποία
οι κάτοικοι κατέβαιναν στο κάμπο να μαζέψουν τον καπνό και στις 7.30- 8.00 π.μ.
να το φέρουν στο σπίτι μέσα σε μπουχτζάδες ή καλαθάρες, για όσους πήγαιναν με
τα γαϊδουράκια. Εκεί στο σπίτι περίμεναν τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας ή και
φίλοι πολλές φορές για να ασχοληθούν με το μπούρλιασμα, το πέρασμα δηλαδή των φύλλων
του καπνού στις βελόνες και έπειτα το άδειασμα στις βέργες. Εκεί, στον μπρόστιο
όλοι γίνονταν μια παρέα, έπιναν καφέδες, έκαναν μουχαμπέτια, τραγουδούσαν και
πολλές φορές σκάρωναν μέχρι και προξενιά και αν ο καπνός ήταν πολύς και έφτανε
το μεσημέρι τότε κάθονταν όλοι μαζί συγγενείς και φίλοι στο τραπέζι και
έτρωγαν.
Φυσικά,
η δουλειά συνεχιζόταν και μετά το μεσημέρι, οι βέργες με τον καπνό έπρεπε να
φορτωθούν στο καρότσι και να μεταφερθούν στο τσαρντάκι, μια κατασκευή με
σιδεριές καλυμμένη με νάυλον, όπου κρεμούσαν τον καπνό για να ξεραθεί στον
ήλιο. Τώρα, βλέπω μπροστά μου την εικόνα της φίλης μου, που σε ηλικία 10 – 12
ετών αναλάμβανε να φέρει σε πέρας τη δύσκολη αυτή φάση της επεξεργασίας του
καπνού. Καθώς, όπως ήδη είπαμε, όλη η οικογένεια έπρεπε να βοηθήσει για να
τελειώσει η δουλειά σε εύλογο χρόνο. Έτσι, και
φίλη μου κάτω από το καυτό ήλιο, την ώρα που άλλα παιδιά κοιμόταν ή
πήγαιναν στη θάλασσα κρεμούσε βέργες στα τσαρντάκια. Κάπως έτσι, λοιπόν
περνούσαν οι καλοκαιρινές μέρες για την πλειονότητα των κατοίκων του χωριού.
Και
όταν ερχόταν ο χειμώνας, η δουλειά συνεχιζόταν με τη δεύτερη φάση της
επεξεργασίας του καπνού στο σπίτι του καπνοπαραγωγού. Σ’ ένα ιδιαίτερο
καμαράκι, που κάθε σπίτι διέθετε, κοντά στη ξυλόσομπα που το ζέσταινε, η
οικογένεια μπαστάλιαζε τον αποξηραμένο πια καπνό, τον έκανε δηλαδή ματσάκια για να δεθεί μετά σε δεμάτια. Και πάλι
συγγενείς και φίλοι στέκονταν αρωγοί σ’ αυτήν την προσπάθεια. Μια δουλειά, με
την οποία εγώ διασκέδαζα πολύ, αφού φυσικά δεν ήταν καθημερινή για μένα. Πολλές
φορές, πήγαινα στη θεία μου και μπαστάλιαζα. Εκεί δίπλα στυς μεγάλους έμαθα να
ξεχωρίζω τα καλά φύλλα καπνού από τα σκάρτα, τα μαυρισμένα, τα ρουφούζια, όπως
τα έλεγαν. Εκεί, δίπλα στους μεγάλους άκουγα ιστορίες από την ζωή στα χωράφια,
για ξωτικά και νεράιδες , για αγίους και θαύματα, που έβλεπαν οι αγρότες και
άλλες πάλι για τυχερούς και άτυχους ανθρώπους που τους χτύπησε κεραυνός την ώρα
της καταιγίδας στον κάμπο και είτε γλίτωσαν είτε πέθαναν ή για γυναίκες που
γέννησαν στο χωράφι, καθώς δεν προλάβαιναν να γυρίσουν σπίτι.
Το
γεγονός οτι η ζωή μας στο χωριό ήταν συνυφασμένη με τον καπνό φαίνεται και από
τα παιχνίδια μας. Μικρές χωριζόμασταν σε οικογένειες, φτιάχναμε σπιτάκια, και
αναπαριστούμε όλη τη διαδικασία επεξεργασίας του καπνού. Μαζεύαμε φύλλα από το
δέντρα, φτιάχναμε βελόνες από ξυλάκια και μπουρλιάζαμε, μετά παίρναμε σπάγκο
και αδειάζαμε τα φύλλα από τις βελόνες φτιάχνοντας βέργες, τα ξεραίναμε και
μετά τα μπασταλιάζαμε και φτιάχναμε δεμάτια. Τέλος, δήθεν τα πουλούσαμε, παίρναμε
τα χρήματα και πηγαίναμε να ψωνίσουμε τις προμήθειες για το σπίτι και ρούχα και
παπούτσια.
Η
επιρροή της καθημερινής ασχολίας με τον καπνό ήταν έντονη και στη γλώσσα.
Λέξεις σχετικές με τον καπνό χρησιμοποιούνταν και σε άλλες φάσεις της ζωής. Η σακοράφα, για παράδειγμα,
όπως έλεγαν τη βελόνα για τα καπνά, επικράτησε να λέγεται για τη μεγάλη βελόνα
ραψίματος. Όταν, πάλι έφευγε η νύφη από το σπίτι έπαιρνε και το μπουχτσά με τα
ρούχα της. Τέλος χαρακτηριστικά θυμάμαι πως για τους τσιγκούνηδες λεγόταν ότι
μπασταλιάζουν το χρήμα και δεν το εκμεταλλεύονται.
Σήμερα,
στο χωριό δεν υπάρχει κανένας καπνοπαραγωγός, άλλοι βγήκαν στη σύνταξη και
άλλοι στράφηκαν σε πιο εύκολες και πιο προσοδοφόρες καλλιέργειες. Ωστόσο, οι
μνήμες παραμένουν ζωντανές για όλους μικρούς και μεγάλους. Για μας τους
νεότερους είναι θύμησες, για τους μεγαλύτερους είναι αναμνήσεις μιας ζωής, που
πέρασε στην ιστορία, κουβαλώντας μύθους, θρύλους και παραδόσεις.